Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010
Η λαομάνα θάλασσα φυσομανούσε και οι ομπρέλες έτριζαν και περίμεναν το κάτι να φανεί μέσα από μια ομίχλη ακαλαίσθητης ηλιοκαψούρας, μια θερμοκρασία που έλιωνε το αμόνι και σμίλευε το ατσάλι κατά βούληση, φτιάνοντας γλυπτά προς τιμήν του Ατρόμητου Άγνωστου Παραθεριστή.
Ο Λεγεών έφτασε στο μικροσκοπικό αναψυκτήριο και έσουρε μια καρέκλα προς το μέρος του. Ακούμπησε τη σακούλα στο μπλε ξεβαμμένο τραπεζάκι και έβγαλε από μέσα της ένα πακέτο καπνό και στα συνοδευτικά της χειροτεχνίας του, κλειδιά για το σπίτι, ένα βιβλίο του Μπουκόφσκι και λίγα κέρματα. Έγνεψε στο σερβιτόρο για να του φέρει τον γνωστό πλέον, γλυκό καφέ, τον πρώτο της ημέρας. Άρχισε να ξεφυλλίζει τον Μπουκόφσκι και έστριψε ένα τσιγάρο.
Οι γυναίκες άραζαν στις ξαπλώστρες σε σειρές, άφηναν τον ήλιο να τις χουφτώνει και ο Λεγεών αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να φορέσει μια προβιά από ακτίνες, που να λάμπει με χίλια χρώματα, και να τολμήσει το ίδιο. Ακύρωσε τον καφέ και παρήγγειλε μια μπύρα. Η σκέψη του καφέ του έφερε αναγούλα, μόλις συνειδητοποίησε το ότι οι γυναίκες απέναντί του σήκωναν τα πόδια στον αέρα, απαλά και βελούδινα, ξαπλώνοντας μπρούμυτα μπρος απ' την υγρή αντάρα δίπλα τους, ο αφρός τις τσίμπαγε γλυκά στη πλάτη και αυτές του το ανταπέδιδαν απλώνοντας την αλμύρα σε όλο το κορμί τους.
Διάβασε ένα ποίημα που είχε τίτλο "Ο θάνατος και η λευκή κόλλα", στη συνέχεια έκανε ένα διάλειμμα και προσποιήθηκε πως διάβαζε, κοιτώντας ανάμεσα απ' τις ξαπλώστρες, για κάποια άλλη κίνηση απ' τις γυναίκες. Η μία είχε πορτοκαλί μαλλιά και είχε σηκωθεί όρθια, κοιτώντας με γυρισμένη τη πλάτη προς το μέρος του την επιφάνεια των κοκκινομπλε χαλικιών που την περικύκλωνε. Αν αυτά τα κοκκινομπλέ χαλίκια μπορούσαν να έχουν μυαλό και γεννετηικά όργανα, θα υπήρχε απερίγραπτα πολύ υλικό για καταγραφή, σκέφτηκε ο Λεγεών. Ρούφηξε τη μπύρα του, διάβασε ακόμα ένα ποίημα με τίτλο "Φίλος-Μοντέλο" και στοίβαξε τα κέρματα στο τραπεζάκι. Ύστερα έβαλε τον καπνό και τα υπόλοιπα σύνεργα στη σακούλα, μετά το Μπουκόφσκι και μετά τα κλειδιά, και ακολούθησε τη φρέσκια καυτή πίσσα του δρόμου προς το σπίτι.
Μπήκε στο μπάνιο, έχεσε, ιδρώνοντας απελπιστικά. Σκέφτηκε να κάνει ένα ντους μα το απέφυγε, βαριεστημένα. Πήρε δύο μπύρες απ' το ψυγείο, μπήκε στο δωμάτιο του παιδικού του τίποτα, μισόκλεισε τη πόρτα, έστριψε άλλο ένα τσιγάρο, τράβηξε τη κουρτίνα, άνοιξε τη μία μπύρα και ρούφηξε μια καλή, και στο τέλος βάλθηκε να προσπαθεί να βρει κάτι για να γράψει.
Και αυτό είναι ό,τι κατάφερε προς το παρόν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου