"If a picture is worth a thousand words, a song is worth a million."

(Anon.)

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Nocturne



Καπνίζεις και κοιτάς το ταβάνι, τα μάτια σου γεμάτα από κάτι που δεν μπορείς να περιγράψεις, δεν ξέρεις καν αν υπάρχει τελικά ή όχι, τόση κενότητα και τόση πληρότητα μαζί, ένα συν ένα ίσον δύο ίσον τίποτα ίσον τα πάντα και χάνεσαι, μικρή μου, θες πάντα να ξέρεις τι σου γίνεται και να που τώρα χάνεσαι σ' ένα ξέφρενο χορό από σκιές, αυτές που ήρθαν κι αυτές που θα 'ρθουν, θολές, να σ' αγγίζουν σ' όλο σου το κορμί, να τσιτώνεσαι και να τρέμεις, φοβάσαι, φταίει αυτό το κωλοτράγουδο, αργό και μεθυστικό σαν τη στιγμή που ακολουθεί έναν οργασμό, δε σου αρέσει να φοβάσαι, φοβάσαι ακόμη και να φοβηθείς, κλείνεις τα μάτια μα οι σκιές δε φεύγουν, εκεί είναι ακόμα και σε πειράζουν.

Προδοτικές στάλες ιδρώτα μαζεύονται στ' ακρόχειλο, τα μάτια σου αρνούνται ν' ανοίξουν πια, οι βλεφαρίδες μπλέχτηκαν μεταξύ τους απ' τη λαχτάρα, το χέρι σου κατεβαίνει χαμηλά και βρίσκει το γνώριμο εκείνο μέρος που έχει πάει τόσες φορές, εκείνη τη ζεστή, νοτισμένη, φουσκωμένη ρώγα σταφυλιού, μια στροφή με τ' ακροδάχτυλα, δυο, κι έπειτα κατεβαίνεις μια ανάσα πιο κάτω, μπαίνεις μέσα, όμορφα, ζεστά, υγρά, σαν να 'χεις πυρετό, καμπυλώνει το κορμί σου κι εκρήγνυσαι σαν αστέρι με μια κραυγή ηδονής – ή μήπως απώλειας;

Φέρνεις το χέρι σου στο στόμα, η γλώσσα ίσα που αγγίζει τ' ακροδάχτυλα, προσπαθείς να θυμηθείς πώς ήσουν κάποτε, πριν σε ραφινάρουν με ντροπές κι αξιοπρέπειες, ναι, αυτός είναι ο πραγματικός σου εαυτός, ατόφιος και πρωτόγονος σαν αυτό που γεύεσαι τώρα, με κάτι από μέλι και λεμόνι, κι εκείνη την περίεργη αψάδα στο τέλος, εκείνη που μένει να δροσίσει το στόμα με φωτιά, μήπως τελικά όλα τα άναρχα πράγματα αυτή τη γεύση έχουν;

Σηκώνεσαι κι ανοίγεις την κουρτίνα, το φεγγάρι χτυπά αναιδώς το παράθυρό σου, η γυμνή σου μορφή διαγράφεται θολή στο τζάμι, έχεις γίνει μια σκιά κι εσύ, θα ήθελες ν' αρπάξεις μια από αυτές που σε τυραννούσαν πριν λίγο και να ανταποδώσεις, να δαγκώσεις και να γδάρεις και να σφίξεις, να ουρλιάξεις και ν' ανακατευτείς, να χωθείς κάτω από το δέρμα της, τα φαντάσματα όμως δεν είναι από ύλη και το μόνο υλικό σώμα τώρα είναι το φεγγάρι, ξεδιάντροπα στρογγυλό και ασημένιο, σου φέρνει στο νου εκείνο το ποίημα του Ρίτσου που κάνατε στο σχολείο και καταριέσαι, δε θες να γίνεις σαν εκείνη, όχι, καλύτερα άσχημος άνθρωπος παρά όμορφο ποίημα.

Το φεγγάρι μάλλον άκουσε τις σκέψεις σου γιατί σε εκδικείται, αντιφεγγίζει στο τζάμι το κλειδί, το Κλειδί, εκείνο που κρέμεται απ' τ' αυτί σου, το φόρεσες όταν ράγισε η καρδιά σου για να μην ξεχάσεις, να μάθεις, να κλειδωθείς, να μην το βγάλεις μέχρι να έρθει εκείνος που δε θα σε ρωτήσει γιατί το φοράς, αλλά θα απαιτήσει απλώς να του το δώσεις, όμως αυτό είναι ακόμη εκεί, πάνω στ' αυτί σου ζει και βασιλεύει, γιατί Εκείνος δεν ήρθε κι ούτε θα 'ρθει, δεν υπάρχει ή εσύ δε θέλεις να υπάρχει.

Σεληνιάζεσαι, δαιμονίζεσαι, σκιάζεσαι, σπας το παράθυρο και πετάς με όση δύναμη έχεις τα γυαλιά στο φεγγάρι, να ματώσει, δε θα φτάσουν ποτέ ως εκεί - ποια είσαι μικρή μου που θα τα βάλεις με το φεγγάρι – ουρλιάζεις, κλαις, τραβάς το κλειδί δυνατά, βαρέθηκες κλειδιά και κλειδοκράτορες, Πανδώρες και χαοτικές σφραγίδες, τα δάκρυα λιώνουν το πρόσωπό σου σαν οξύ, τραβάς μια τελευταία φορά με λύσσα, το κλειδί εκτοξεύεται στο Άπειρο παίρνοντας μαζί του και το αυτί σου, πετάνε να βρούνε το φεγγάρι κι εσύ μένεις να τα κοιτάς ζαλισμένη, μια μάζα από αίμα, δάκρυα και κολπικά υγρά, ο πόνος σε σκίζει στα δύο, ουρλιάζεις ξανά και -

τότε ξυπνάς πάνω απ' το τετράδιο , το κλειδί είχε πατήσει στο λαιμό σου κι έχει κάνει μια λακκουβίτσα κόκκινη που τσούζει μα δε σε νοιάζει γιατί έχει ξημερώσει πια, ήταν μόνο ένα όνειρο, το τζάμι είναι στη θέση του και μπορεί να σε δείχνει ακόμα θολή, αλλά τουλάχιστον έχεις πρόσωπο κι αυτί, γελάς και βήχεις, πολλά τσιγάρα χτες, το χέρι σου μυρίζει ακόμα σαν εσένα και το τραγούδι συνεχίζει να παίζει στο repeat, αλλάζεις λίστα και παίρνεις το τετράδιο, αναρωτιέσαι τι μαλακίες έγραφες χτες και τι σκεφτόσουν πάλι, ναι, εκείνη τη σκιά, δε βαριέσαι, τη μέρα οι σκιές είναι Κάτω, δεν τις φοβάσαι και δεν τις ποθείς.

Ντύνεσαι... Πριν φύγεις, τραβάς τις κουρτίνες.
Για καλό και για κακό.


6/2/2008

3 σχόλια:

  1. Το τελείωμα ήταν όλα τα λεφτά.
    Και το ΠΟύσιφερ το κομμάτι κολλάει τρελά ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. φχαρστώ, Λιακο. Καθαρα λογω κομματιου το ειχα γραψει αυτο, τοτε το ειχα πρωτοανακαλυψει και με σαμανισε τελειως. Πρεπει να επαιξε καμια εικοσαρια φορες οσο το εγραφα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα εχουμε πει τα σχολια σε αλλες σελιδες. Αλλα δεν πειραζει, ακομα ειναι πολυ ωραιο, και ωμο και αληθες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή