"If a picture is worth a thousand words, a song is worth a million."

(Anon.)

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Χατήρια και χαμπέρια




Κοιτάζανε το Γιώργη να πάει να παρκάρει μεθυσμένος το αγροτικό του, ανάμεσα από ένα τζηπ Cherokee και μια μηχανή μουλιασμένων κυβικών, στο πεζοδρόμιο μπρος απ' το φαρμακείο. Ο Γιώργης παραπατούσε και προσπαθούσε να βρει τη τρύπα απ' τη κλειδωνιά του αυτοκινήτου, για να μπάσει τα κλειδιά του, θα πέρασε κανένα 5λεπτο. Ο Σώτος τον κοιτούσε με ειλικρινή περιέργεια, ρουφώντας μπύρα από ένα κουτάκι, ο Αντώνης δίπλα του γέλαγε νευρικά, παρακολουθώντας το Γιώργη να γλιστράει στη θέση του οδηγού άκομψα, ατσούμπαλα, άβολα, και να ανάβει το αμάξι βίαια, απολίτιστα, φέρνοντάς το μπρος-πίσω. Είχε παρατήσει το αμάξι αρχικά στη μέση σχεδόν του δρόμου, και τώρα προσπαθούσε να κάνει το ακατόρθωτο, να χώσει σφηνόπουτσα ολόκληρο νταμάρι από χρώμιο και λαμαρίνες σε κείνη τη μικροσκοπική τρύπα. Οι πρώτες προσπάθειες έμοιαζαν καταδικασμένες να αποτύχουν, μα στη συνέχεια, ο Σώτος είδε έκπληκτος το Γιώργη να κάνει 3 και μόνο 3 σωστούς εληγμούς, και να παρκάρει άψογα το αμάξι του στη θέση αυτή. Πάνω όμως που πήγαν να δωθούν τα συγχαρίκια, ο Γιώργης αψιχολόγητα κάνει όπισθεν και βρίσκει το Cherokee στο προφυλακτήρα.

-Ο Τσέροκας ρε! Τονε ισοπέδωσες!

Ο Γιώργης κοίταξε για λίγα δεύτερα αμηχανίας τη ζημιά, και στη συνέχεια έβαλε μπρος, εξαφανίστηκε στρίβοντας άτσαλα σε δρομάκια και παραδρομάκια, και χάθηκε στον ορίζοντα.

Άρχισε να ψιχαλίζει, ο Σώτος ρούφηξε τη μπύρα και γνέφοντας βαριεστημένα, περπάτησε προς τη πλατεία. Ο Αντώνης κοίταξε γύρω του. Δε βρήκε τίποτα απολύτως που να του έκανε κέφι. Ακολούθησε το παράδειγμα του φίλου του και άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι του. Η πολυκατοικία έμοιαζε απόψε πιο παλιά απ' ότι είναι στη πραγματικότητα. Ξεφλούδιζε σκουριά και μπάζα μπρος στα μάτια του, και τίποτα δε μπορούσε να τον δελεάσει να τη δεχτεί ως ικανοποιητή εστία. Πήρε το ασανσέρ, στο κάτω πάτωμα οι πρέζοι γείτονές του κοπανιόντουσαν και μια σιχαμένη, άρρωστη απ΄την ηρωίνη γυναικεία φωνή, λεπτή, σαν ετοιμόγεννο αρούρι, φώναζε "Να χεις μπέσα ρε. Να' χεις μπέσα ρε. Να' σαι αληθινός. Που μου δινες λεφτά για να φτιάχνομαι και έλεγες ψέματα ότι πας στην αδερφή σου. Να'χεις μπέσα ρε. Να'χεις μπέσα ρε".

Πρεζάκικα mantras.

Έφτασε στο διαμέρισμα, ξεκλείδωσε τη πόρτα. Στο καναπέ, η γκόμενά του, με ένα άδειο μπουκάλι κρασί στο πάτωμα, τον περίμενε στο καναπέ, στο σκοτάδι του καθιστικού δωματίου, φορώντας μόνο ένα καλσόν και ένα φανελάκι. Τα μάτια της ήταν συρρικνωμένα, μάτια σαλαμάνδρας, το στόμα της στράβωνε και είχε εκείνο το απειλητικό χαμόγελο της κατανάλωσης ηδονής. Του έγνεψε με το κεφάλι και του έδειξε το μουνί της. Ο Αντώνης έβγαλε το μπουφάν, άναψε ένα τσιγάρο και παρατήρησε το θέαμα. Δε μπορούσε να βρει πλέον κάτι ερεθιστικό σε αυτό το κοκαλιάρικο ναυάγιο από αισθήματα που έβλεπε μπρος του. Άνοιξε μια μπύρα, κατευθύνθηκε προς τη γυναικεία φιγούρα μπρος του, την άφησε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι και να τον χαϊδέψει στ'αρχίδια. Ο Αντώνης πήρε τα πόδια της, τα σήκωσε στον αέρα, και άρχισε να τα φιλάει, ενώ ταυτόχρονα έκαιγε με το τσιγάρο το καλσόν, φυσώντας κάθε τόσο τη φλόγα. Το δωμάτιο παρέμεινε σκοτεινό, και τρεις κραυγές εκσπερμάτωσης, μετά από είκοσι λεπτά, ήταν το μόνο που ακούστηκε για το υπόλοιπο της βραδιάς, μαζί με τον πρέζο του κάτω ορόφου που ακόμα κοπάναγε την πρεζού γκόμενά του.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

2 και 52




όταν ψάξουμε
και τη τελευταία πυθαμή
του ωκεανού

τότε
ίσως
θα χει πεθάνει
και η ψυχή μας

φαντάζεσαι
να χεις να μιλάς
για τη ζωή
την δήθεν ζωή,
δίχως το παράγοντα
του ωκεανού;

χάθηκε
και η
τελευταία
ανάσα
φαντασίας.


έχω έχθρα μεγάλη
με τη θάλασσα
μα η καριόλα
έχει
μεγάλη
δύναμη
πάνω σε όλα
απ'όλες
τις πλευρές.

να'ναι
καλά.

Φράχτης




Έρχονταν παλιά
πουλιά
στο κήπο μας
στο χωριό
σπάνιες ράτσες

είχε ένα καταφύγιο
πριν χρόνια
κοντά στο σπίτι μας
και έρχονταν
χαμένα
άραζαν στο φράχτη μας
τον συνεχώς φρεσκοβαμμένο

πουλιά με λοφίο
με πολύχρωμα φτερά
ψευδοαφρικάνικες ρέπλικες
μα εντυπωσιακές

πεταρίζανε στα χορτάρια
φέρνανε τούμπες
τσιμπάγανε τη κοιλιά τους
ξύνοντάς την

οι γάτες μας κατουράγανε τα πάντα
και τα κυνηγούσανε
μα αυτά ερχόντουσαν
ξανά και ξανά
με ύφος αυτοκράτορα,
"μας αξίζει
να μας ρίξεις λίγο νερό
στο κιούπι,
πληβείε"

πλέον πού και πού
κάτι θα εμφανιστεί
με ηλίθιο ράμφος
και χωρίστρα στο κεφάλι
ασπρόμαυρο
με κόκκινα χύσια στην ουρά

και οι γάτες μας
απλά δε νοιάζονται
πλέον
για δαύτα

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Μερμηγκοφωλιά



Ο γιος του ερημήτη είναι ορατός
ξαπλώνει στο βρεγμένο γρασίδι
δίπλα απ' τη λίμνη
με τις πρασινόμαυρες σαλαμάνδρες
και δίνει και από μια χαρακιά
στο χέρι του
με μια κοφτερή πέτρα
κάθε φορά που χάνει μια προσευχή
προς έναν τεμπέλη Αρχιτέκτωνα
σιωπηλό μα χυδαίο στη κινησιολογία του,
μια τηγανιά από πέτρες και μπάζα
καθώς και μια δόση ωραιοπάθειας
σουταρισμένη απευθείας στη φλέβα

Κύκλοι που φτύνουν χρώματα



προσπαθούν να σε πείσουν ότι
είναι πεζοδρόμιο
και τα πλήθη που τρέχουν αγχωμένα
για να λάβουν μια σταγόνα
ευλογίας από το
κωλοσφούγγι της Θείας Χάρης
φωνάζοντας πως η εποχή
που ήσουν κάποτε μοναδικός
και όλη η φάρα μας μια περιπέτεια,
έχει περάσει προ πολλού
βήχοντας σκόνη
και προσπαθώντας να κάνουν
το κρασί
κάτουρο,
είναι τα

ίδια πρόσωπα
που θα φωνάζουν τρομοκρατημένα
όταν ανακαλύψουν
την
υπόγεια
κομπίνα
που μας
επιφυλάσσει
ένα κασόνι
και δυο-τρεις
σκώληκες
σαν
υπάκουοι συνομιλητές.

θα κάνουν κανόνα
ότι η ζωή μας είναι
τρία συμβολα
σε κόλλα αναφοράς
και ότι η μαγεία ενός απογεύματος
είναι το placebo
απέναντι στον ίδιο
σου τον εαυτό,
ένας

συνεχής
πόλεμος!

όπως το είδα τελευταία φορά
η ύπαρξή μας
είναι ένα έπος καταστάσεων
και η ζωή η ίδια,
η μεγαλύτερη πηγή μαγείας

θα πρεπε
να αρνηθεί κανείς
τα καλέσματα της ανάγκης
για να μάθει βιωματικά
πώς είναι
να ελέγχεσαι από
χορδές άλλου;

όπως το είδα τελευταία φορά,
αυτό το λέγανε "θρησκεία".

Χειμερινό έτος της περσινής σοδειάς



για άλλη μια φορά
ένα μάτσο πλήκτρα
φαντάζουν
στην αφή
σαν
να χουφτώνεις έντομα

τριχωτά,
γεμάτα σάλια
κωλοέντομα.

κοπανάς
σκάνε σπυριά
με πύον και δηλητήριο
μες τη μούρη σου-
τα φλόκια
της προσπάθειας
για τόνωση του Εγώ.

όποιος έχει τη πετριά
να φτύσει
και να φωνάξει
για να φτιάξει το οτιδήποτε
θα παραμένει για πάντα
δέσμιος
της αδυναμίας του
να γνωρίσει τον εαυτό
του
αποτελεσματικότερα

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Παρ'ολίγον πέτρες



Λίγο φως
μπρος στα μάτια

κάτι καλώδια
κάτι μπρίζες
ξεπετάγονται απ'
το πουθενά
του πουθενά

σκασμένοι ρόζοι στα χέρια
βρεμμένο και γεμάτο καπνό
ξύλινο γραφείο
ένα κουτάκι στα χέρια

η ολοκληρωμένη
βόλτα στο
γαμημένο το
ποτάμι

μεταξύ
λάσπης
και σκατίλας σκυλιών
και
λαδίλας
απ' τις
παράγκες
δίπλα

αν σε αγγίζει,
είναι εδώ
και αξίζει
να είναι
όντως εδώ

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Mια τέλεια μέρα







Το πιάνο ξεκινάει να παίζει ενώ επιθεωρώ το μπαλκόνι μου. Δένει υπέροχα με την απαλή βροχή και το γλυκό νοτιά, καιρός ήτανε, έκανε πολύ κρύο για μέσα φθινοπώρου. Σήμερα, όμως, ο άνεμος απαλύνει το κρύο, η βροχή λιώνει την ψύχρα. Ο μικρός χειμώνας φεύγει, για να ξαναγυρίσει όταν πρέπει.
Σήμερα ήταν μια τέλεια μέρα, έστω κι αν ήταν χωρίς εσένα. Είχε γέλια και λουλούδια και σουβλάκια κάτω από τη βροχή. Είχε μικρές συνομωσίες και γυναικεία αλληλεγγύη. Είχε βιβλία και ντοκιμαντέρ, κουβέρτες και ζεστά ροφήματα. Ήταν γεμάτη ζωή.
Το μπαλκόνι σχεδόν ευχαριστεί για τη βροχή, κι εγώ παραξενεύομαι, γιατί αυτή η εκδοχή του τραγουδιού είναι κάπως περίεργη. Πιο δυνατή, πιο ζωντανή, σαν να είναι όλοι οι τραγουδιστάδες εδώ και να τραγουδάνε μες στο σπίτι. Να αντηχούν οι τοίχοι και να τρίζουν τα πατώματα. Σχεδόν ακούω και τη φωνή σου μέσα, τσιτώνομαι κι αναπηδάω, τα πόδια μου τρέμουν.

Ξαναμπαίνω στο δωμάτιο και τυλίγομαι με την κουβέρτα. Το φιλοσοφώ.

Η ιδέα μου ήταν. Αλλά μπορεί και όχι, μπορεί να είδα κάτι τυχαία, με την άκρη του ματιού. Κάποιοι λένε πως, όταν βλέπεις κάτι με την άκρη του ματιού, είναι μια σκέψη που έχει πάρει μορφή. Κάποιοι ίσως λένε και μαλακίες. Κάποιοι, επίσης, ίσως να μπέρδεψαν και το φασκόμηλο που αγόρασα και ήπια με κάτι άλλο. Αλλά εγώ είδα κάτι, κι εφόσον έχω το δικαίωμα να κρίνω τι είναι μαλακία και τι όχι, αποφασίζω ότι αυτό που είδα ήταν η σκέψη σου και την καλωσόρισα, αφού έφαγα πρώτα μια τρομάρα.



Το τραγούδι συνεχίζει να παίζει. Πιάνα και φωνές, τέλειες μέρες, τσιμπήματα στα μπράτσα και στα μπούτια, και παντού μεσαέξω. Κάτι άυλο έχει χώσει το χέρι του στην κοιλιά μου και μου γυρνάει τα σπλάχνα, κι αυτό δεν είναι το φασκόμηλο. Ηρεμιστικό, σου λέω. Αναλγητικό. Παυσίλυπο.

Σκέφτομαι τις τέλειες μέρες που πέρασα τον τελευταίο καιρό, με ή χωρίς εσένα. Διάκριση δύσκολη, αλλά ανέφικτη, όχι. Σε αγαπούσα πια ανιδιοτελώς και αγνά σαν παιδί, δε με εξουσίαζαν τα θηρία, όπως όταν σε είχα πρωτοερωτευτεί. Είχα ελευθερωθεί, και γι' αυτό δεν πόνεσα όταν έφυγες. Η αγάπη δεν μπορεί να πονάει. Η αγάπη είναι απαλοσύνη και ζεστή σιγαλιά, ψιθυριστή συνομωσία, δίχως κάψιμο και πυροτεχνήματα που κρατάνε δυο στιγμές. Αλλά και πάλι, ίσως λέω μαλακίες, γιατί η αγάπη είναι απλά απερίγραπτη.

Οι τέλειες μέρες, με σένα ή χωρίς εσένα. Το ίδιο συναίσθημα, η ίδια ελευθερία, το ίδιο γέλιο που διαλύει σύμπαντα και τα ξαναφτιάχνει με μια αναπνοή.

Ίσως αυτό, τελικά, να είναι η αγάπη. Μια τέλεια μέρα.

Και δεν έχω τίποτα άλλο να πω εκτός από το ότι σ' ευχαριστώ.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Ημέρες του Τίποτα


Είχε συννεφιά και ήταν όμορφα σήμερα,
μα θαρρώ πως κάθε μέρα είναι όμορφη
αν μπορείς να ελπίζεις για το αντίθετο απ' ό,τι έρθει εν τέλει,
ή καλύτερα,
να μην ελπίζεις για τίποτα απολύτως.
Οι άνθρωποι στη Πάτρα έμοιαζαν χάρτινοι,
επίπεδοι.
Τους τσαλάκωνε ο άερας
και μούλιαζαν με τη δροσιά.

Στη πλατεία είχαν διοργανώσει έκθεση
τρόφιμοι του ψυχιατρείου της πόλης.
Είχαν βάλει μεγάλες φωτογραφίες
δίπλα απ' το μεγάλο άγαλμα
ενός παππά
φωτογραφίες που έδειχναν
γριές και γέρους
με στραβωμένα πρόσωπα.
Περπατήσαμε, με την Αγγελική,
μακριά, προς τα κατώτερα επίπεδα της περιοχής.

το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι
και όλα ένιωθαν ζεστά
ακόμα και οι πιο υγρές περιοχές του μπάνιου
με χυμμένα νερά
από σπασμένους σωλήνες.

κατέβηκα για να πάρω μια μπύρα
και τσιγάρα, με όσα κέρματα μου βρίσκονταν.
Στο ισόγειο οι πρέζοι
χάλαγαν το κόσμο,
τσακώνονταν βάναυσα,
φώναζαν ο ένας στον άλλο
για ψέμματα και χαμένα λεφτά από νταλαβέρια.
Περπάτησα έξω απ' τη πολυκατοικία
και χάθηκα στα λιγοστά φωτάκια
του δρόμου.

Οι άνθρωποι είχαν φορέσει κοστούμια
μωβ και κόκκινα φουλάρια
μεγάλα τακούνια ή πεντακάθαρα σκαρπίνια,
ίππευαν άλογα από χρώμιο
και λαμαρίνες
που έκλαναν κατάμαυρα αέρια
και σου έξυναν το κεφάλι
με τον ήχο από
σκουριασμένους υαλοκαθαριστήρες.
Οι άνθρωποι ήταν βαμμένοι
σκουπισμένοι απ' όποιον ιδρώτα,
διεκδικούσαν την επιλογή στην ευχαρίστηση
και αυτό είναι το μόνο στο οποίο ταυτιζόμουν με αυτούς
αν και 180 μοίρες πιο ανατολικά.

Πλήρωσα τον περιπτερά
πήρα τη σακούλα στα χέρια μου
και κατευθύνθηκα πίσω, στο διαμέρισμα
ξέροντας πως τα πρεζόνια
ακόμα θα χτυπιούνται και θα φωνάζουν,
τα νερά στο μπάνιο
θα παραμένουν ζεστά,
δυο πράσινα μάτια
θα μου κάνουν τη χάρη να με κοιτάξουν έντονα
ερωτικά
και αυτό ακριβώς χρειάζομαι
τις μέρες αυτές της Ηρεμίας,
του Τίποτα.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Κάτι ενδιαφέρον



Όλη η μέρα ήταν κενή ακριβώς επειδή δεν είχε να μοιραστεί τίποτα με τον οποιονδήποτε δε τολμούσε να της ρουφήξει τα στήθια θρασύτατα μέχρι αυτά να στερέψουν.
Πίναμε, αφεθήκαμε να πίνουμε περιμένοντας κάτι ενδιαφέρον να γίνει.
Είδαμε μια νυφίτσα να τριγυρνάει απέναντι, στο σπίτι των παπιών στο ποτάμι.
Ο Γιώργης τη πλησίασε παρατηρώντας την από κοντά και αυτή του έδειχνε τα δόντια της.
Η νυφίτσα έφυγε, αφού έφερε πρώτα τρεις βόλτες ακόμα.
Σύνεχίσαμε να πίνουμε, αφεθήκαμε να πίνουμε περιμένοντας κάτι ενδιαφέρον να γίνει.
Κόσμος περνούσε και έμοιαζε να ακροβατεί σε καραβόσκοινα.
Περπατούσαν όλοι σα να ήταν σίγουροι ότι θα ψόφαγαν αύριο μαζικά
μα κανείς δε πήρε τη πρωτοβουλία να γιορτάσει ένα επικείμενο τέλος
παρά να κλαψουρίσει για το την εκμηδένιση μιας νέας αρχής.
Συνεχίσαμε να πίνουμε, αφεθήκαμε να πίνουμε περιμένοντας κάτι ενδιαφέρον να γίνει.
Σουρούπωνε και τίποτα δε μας έδινε κάποια υπόσχεση για ζωή.
Ξεφύλλισα κάτι λόγια του Βανεγκεμ,
έστριψα ένα τσιγάρο παραπάνω,
κατευθηνθήκαμε προς το πλησιέστερο μπαράκι.
Ο Γιώργης έστριψε και χάθηκε στο δρόμο, κουρασμένος.
Μπήκα μέσα και κάθισα σιωπηλά σε ένα τραπέζι,
παραγγέλνοντας μια βότκα σκέτη και ένα ποτήρι νερό.
Συνέχισα να πίνω, αφέθηκα στη βότκα περιμένοντας κάτι ενδιαφέρον να συμβεί.
Μια φωνή να ακουστεί στην άκρη του αυτιού,
"Ε, θέλεις να μπλέξεις μαζί μου; Ε; Ε;"
και μπουκάλια να σπάσουν σε κεφάλια,
μια γλυκιά ματιά από μια γλυκιά ξεμέθυστη γυναίκα,
ένας πόνος στο σώμα για να σου θυμίζει ο οργανισμός ότι είναι παρών σε όλα.
Αφέθηκα στη βότκα περιμένοντας κάτι ενδιαφέρον να ξετυλιχτεί μπρος μου.
Τίποτα δεν έγινε,
παρήγγειλα άλλη μία και παρατήρησα
τους μουσαμάδες, τους καθρέφτες, τα άδεια μπουκάλια στα ράφια,
το απαρχαιωμένο μηχάνημα του DJ,
τα αξύριστα μούτρα των τελευταίων καλοπερασάκηδων της νυχτιάς.
Ήπια άλλο ένα ποτήρι
και θαρρώ πως τότε κάτι ενδιαφέρον έγινε
αλλά δε πρόλαβα
να το παρατηρήσω.