"If a picture is worth a thousand words, a song is worth a million."

(Anon.)

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Ο Χώρος



"Θα το κόψω όλα και θα είμαι εδώ για τα πάντα και για όλα ταυτόχρονα"
"Δε θα κόψεις μηδέν, τίποτα"

Πέντε τοίχοι ο ένας δίπλα στον άλλο
και δέκα μουστάκια μούρες αξύριστες να σκουπίζουν υγρασία απ' το στόμα
και την υγρασία να τη ρουφάνε τα μανίκια και μετά το ρούχο και κατ' επέκτασην η ατμόσφαιρα,

ξύλο να'χει το γραφείο, από ξύλο να'ναι φτιαγμένο
και πάνω του να'χει κατι ταγκιές,
και από δίπλα που'ναι ο υπολογιστής
πάνω στη κεντρική μονάδα να'χει σημειωμένες μαλακίες
που κανείς δε θυμάται ακριβώς τι σημαίνουν πλέον,
διαβάζω: ¨Balls spinning like horny dervishes", "Whiskey Priest", "Roy Keane", "Rosco Holcomb Little Birdie", "Nerea Izango sen Jaimina Joston", "o42, 043, 044, 045, 046, 047, 050, 051, 052", "Merkin", "Breschau", "Actaeon", "η", "το", "βρακι", "554-482-δηλαδή 483", "όποτε ξυπνη να πααα τηλ γενεθλ".

Πλάκα έχει, σε μερικά θυμάμαι πάνω κάτω μα όχι ακριβώς με τι έχουν να κάνουν, σε άλλα, απλά αράζω στη καρέκλα και αισθάνομαι λες και παίζω στο "Memento".

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Περί Μούσας




τη λέγαν Μαργαρίτα και δεν υπήρχε, ουδέποτε υπήρξε στη πραγματικότητα, μα την έβλεπα με το μυαλό μου να είναι πανέμορφη και να τρέχει στη παραλία γυμνή, και ερεθιζόμουνα σωματικώς και πνευματικώς να παρατηρώ την απόχρωση του δέρματός της την πορτοκαλιά και το φτιαγμένο από κάποια αρχαία διάνοια σώμα της να λικνίζεται στην άμμο

της έφτιανα και τραγουδάκια συχνά-πυκνά, ήταν άτεχνα και άτσαλα μα τα μουρμούριζα πάντα με χαμόγελο, και ντροπή μήπως και με ακούσει, τα τραγουδάκια πήγαιναν όλα κάπως έτσι: "Μαργα-ρί-τα, Μαργα-ρί-τα, κοί-ταξε-με δυο λεπ-τά ακόμα, Μαργαρίτα-Μαργαρίτα, δάκρυ-μες-το-χώμα" και αντιλαμβανόμουνα το παιδιάστικο της υπόθεσης μα δε με ένοιαζε, καθώς ήμουν ακόμα παιδί ούτως ή άλλως

τελευταία φορά που τσέκαρα, πάντως, την είδα τη Μαργαρίτα λιωμένη απ' τη 'ζα, να προσπαθεί να βουτήξει κάτι ψίχουλα από κάτι χοντρά περιστέρια στη πλατεία, δίχως μάτια και δίχως χείλη, να μη κατανοεί τίποτα, να μη χρειάζεται τίποτα

περπάτησα αργά μακριά από δαύτην, και σιγομουρμούρησα κάτι του στυλ: "Μαργαρίτα, Μαργαρίτα, σάλτα και πηδήξου", μη ξέροντας αν είχα ανακουφιστεί ή όχι.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Σημειώσεις από μια σούρα



-Έχασες τα κίνητρά σου, μαλάκα
-Συγγνώμη;

σιχαινόμουνα τη φάτσα του. ήταν ασπρουλιάρικη και ξεδοντιάρικη και τη φιλοξενούσε ένα κοντόχτρου διαμετρήματος κωλόσωμα- μα ο χαρακτήρας του ήταν χειρότερος.

-Είπα: έχασες τα κίνητρά σου. Ή καλύτερα: τα έχεσες, δε τα' χασες. Τα' χεσες.
-Ω, σταμάτα πια.
-Μη μου λες τι να κάνω.

τα μάτια του ήταν δυο πινέζες στο απέραντο μαύρο του Όλου μα και πάλι όταν θύμωνε, οι κόρες του έλαμπαν σα τις δυνατότερες φλόγες τις προμηθεϊκές που εμφανίστηκαν ποτέ. Ψιλοφοβήθηκα, όπως πάντα.

-Δέκα σκαλοπάτια είσαι, ακούς; Δέκα. Ούτε καν εκατό. Δέκα! Γι'αυτό, βούλω και άκου.
-Δε μπορείς να μου μιλάς έτσι, ξες...
-Χα! Μπορώ να κάνω τα πάντα!

Κάπου κει σκέφτηκα το αδιανόητο- να ρωτήσω ποιος είναι. Με τυρρανούσε χρόνια και ένιωσα ότι έπρεπε να μάθω. Μια σκέψη που γέννησε τον εαυτό της εκείνα τα δεύτερα, πραγματικά- δε ξέρω γιατί δε το σκέφτηκα νωρίτερα, μα ξέρω. αυτός χαμογέλασε, μου φανέρωσε κάτι σπασμένους κυνόδοντες και ψιθύρισε πως

-Είμαι αυτός που γαμάει τα αστέρια και αυτός που γαμάει τους ωκεανούς, είμαι το υπόγειο με τα πιράνχας που ψοφάνε από έλλειψη οξυγόνου, καθώς και το βουνό με το πακέτο από κρανία, το δέντρο-Χριστός που έλκεται από το μουνί του φεγγαριού, είμαι το τσιγάρο σου καιε είμαι η μάνα σου που σε κοπάναγε χαστούκια όταν ήσουν μωρό!

ηρέμησα και άναψα ένα τσιγάρο.
επιτέλους κατάλαβα.
ο τύπος ήταν ακίνδυνος.