"If a picture is worth a thousand words, a song is worth a million."

(Anon.)

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Ωραία ζωή


Γυμνά κορμιά
και η Αγγελική αισθάνεται ενόχληση
ξεραμένη περίοδος
βλέπεις.

"Μη, σταμάτα"

Το στομάχι κατρακυλάει
ο πούτσος παρακαλάει
τετραγωνάκια αίματος
σαν tetris
στη ψωλή
Μα είναι όλα
όμορφα
ωραία
γαλήνια.

Άλλες δύο μπύρες
στο ψυγείο
διπλές
και τα πρεζάκια
στο κάτω όροφο
έσκουζαν μέχρι πριν λίγο,
μάλλον ο τύπος
βάραγε τη σιχαμένη γκόμενά του
με το κεφάλι
σε κάποιο έπιπλο

ΜΠΑΠ
και
ΜΠΑΜ
και
ΜΠΑΠ
και
ΜΠΑΜ

και
Α ΣΤΟ ΔΙΑΛΟ ΜΑΛΑΚΑΑΑΑ
και
ΜΠΑΜ
και
ΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡ ΜΑΛΑΚΑ
και
ΜΠΑΜ
και
ΤΑΚΗΗΗΗΗΗΗΓΓΚΧΧΧ
και
ΜΠΑΜ
και
ΜΠΑΜ
και
ΜΠΑΜ

και ησυχία
και οι
μπύρες
ακόμα στο ψυγείο
έτοιμες
να τις πιω.

Ωραία ζωή
έτοιμη
για
αναζητήσεις
και
θεωρίες
δίχως
νόημα.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Τσιμέντο



Όλα όσα δε θα γραφούν ποτέ
μέσα στα ούλα και στην άκρη της γλώσσας
να περιμένουν να βρουν ζωή

και όλα όσα δε θα ακουστούν
όσοι αιώνες και να περάσουν,
να τσούζουν το κούτελο
και να γρατζουνάνε τα μάγουλα,

όλα όσα δε θα βρουν τρόπο
να περάσουν ποτέ
με οποιοδήποτε τρόπο
από μένα
σε σένα
και στους άλλους

γι'αυτά τραγουδάω
σιγομουρμουράω
γρυλίζω μεθυσμένος
σα ποταμόσκυλο αδέσποτο

και ξέρω ότι
με τις λίγες λέξεις
που θα διαβάσεις
θα ξύσεις το κεφάλι
και θα γιορτάσεις
το ότι
πέθανε η Πράξη
και έμεινε η Μορφή

όπως και να το κάνεις
δώσε δίκανο και στον πιο
ειρηνικό κάτοικο της Μέσης Πολιτείας
και θα σε πάρει
και μένα
και σένα
και όλους
μαζί
στη μαυρίλα
του τίποτα
κάτω απ' το τσιμέντο.

Τασάκι είσαι
και το ξέρεις.
Αδειάζω πάνω σου
τινάζεις στάχτες πάνω μου
κλάσε μου
τ'αρχίδια
και ίσως
ίσως
στα κλάσω
κι εγώ.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Μεσάνυχτα, ωραία.



Πλακάκια είναι γκρι
και το ποτάμι κυλάει
και κυλάει και κυλάει
ουροβόριος κύκλος.
Ωραίος.

Στα ενδιάμεσα πολιτισμού
μεταξύ σκότους και κάτι παραπάνω από
ψευδοφωτός παραγόμενου
από τους άλλους
((που λεν, "άλλους"
μεις είμεθα δαύτοι))

έμπαινες στη πόρτα
του μπαρ
και λόγω πολυκοσμίας
ήσουν λες και
έμπαινες
σε μια μήτρα σιχαμένη
η εναλλαγή
απ' τη γέννηση
στο επίσης μηδέν
έβλεπες
20,000,000 σπερματοζωάρια
να πα να γονιμοποιήσουν
ένα ή δύο
ωάρια
που χορεύανε πάνου
στη μπάρα τη ξύλινη
και σπρωχνόσουνα
για να μπεις
όλο και πιο μέσα
"δε με νοιάζει αυτό στο οποίο μπαίνω
αρκεί να βρω μια ήσυχη γωνία
και γονιμοποιήστε σεις το ωάριο
παρακαλώ,
μα, τι λέτε,
ευχαρίστησής μου!
Παρακαλώ"!

Βέβαια οι φιγούρες ήταν πιο
άγαρμπες στην αρχή
ντυμένες όλες, περίεργο πράμα
με μετενσαρκώσεις του άσπρου και πράσινου
μέσα στο σκοτάδι
και χορεύανε
όπως χορεύει μια ανάσα
μελλοθάνατου
πάνω στο τζάμι
με μηδέν βαθμούς κελσίου
απόξω
με τέτοιο πάθος δηλαδή
πάνω στο πάγκο
και τότε ένιωθες ολόκληρος,
άντρας,
μέσα στο μηδέν και στην απουσία ταυτότητος
είσαι σκεπασμένος
με τη γλίτσα
του "κάνω
μα όχι, όχι τώρα,
ποτέ"
μερικές γυναίκες
απλά θα χορεύουν μέσα στο σκοτάδι
για πάντα
και συ θα πίνεις
αγνοώντας τες
όχι λόγω ανωτερότητας
μα επειδή
σε νοιάζει το να
πιεις
και να πας σπίτι
να καπνίσεις
1 τσιγάρο
παραπάνω.

"Μου κάνει, λες και τους στοιβάζουμε όλους δω μέσα, στο σαρδελόκουτο, με τη βία, τους χτυπάμε και στα τύμπανα εξωφρενικά δυνατή σε ντεσιμπέλ μουσική, και κενή σε νόημα, και τους αναγκάζουμε με όπλα να μείνουν μέσα σε κάθε περίπτωση"
((ήχος από μπουκάλι να σπάει, κώλος που κουνιέται στο ενδιάμεσο, ζαρωμένος μα σίγουρος για τον εαυτό του, μα όπως και να'χει, αδιάφορος))
"Μένα μου κάνει σα τη μήτρα. Ή σα τη Κόλαση. Ή τα δύο μαζί".
"Άρα η μήτρα είναι η κόλαση;"
"Δε ξέρω".

Να πα να γαμηθεί ο Πλάτων και τα γιουσιούφια του.
Κανένας κόσμος ιδεών δε περιμένει πριν τη γέννηση
και καμία ανάμνηση δεν είναιθ βάλσαμο.
Ο μόνος κόσμος ιδεών που ξέρω
είναι ένα χωράφι τίγκα στις τσουκνίδες
και πριν τη γέννηση
είναι η αυτοανακύκλωση.

Σκουπίδια δεν είμεθα,
στη συμπαντική σκακίερα;

Ή μπας και φαντασιωθήκατε
ή φαντασιωθήκαμε
ότι είμεθα "ξεχωριστοί";

Τελευταία μπύρα του κόσμου
σε μένα
και δε σηκώνω κουβέντα
καν.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Παπάρες



"Τρεις φορές έγραψα το ίδιο σημείο με διαφορετικό τρόπο και το έσβησα και τέταρτη. Δε θυμάμαι καν με τι είχε να κάνει, καθώς μου κατέβηκε στη γκλάβα μια υπερτεράστια ιδεάρα ενώ τα έβλεπα όλα τριπλά, να ανοίγουν μπροστά μου, μα άργησα να την βάλω μπρος γραπτά και την έχασα τελείως, έμεινα με τις λεπτομέρειες των λεπτομερειών και αυτές από μόνες τους δε μπορούσαν να σταθούν, παρά μόνο σε τραπεζοσυζητήσεις ταβέρνας, μα και πάλι, δίχως την αίγλη της ειλικρίνειας και το πάθος της κατανάλωσης. Έρευνα δεν είχα κάνει για τίποτα, διότι βαριέμαι να κάνω έρευνες για κάτι που θα γράψω. Παράτησα και τις επαφές για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, μέχρι νεοτέρας ειδοποίησης δηλαδή από την κούτρα μου την ίδια"

((ξύσιμο δαχτύλων εκτοξευόμενων από τρύπια κάλτσα, έντονος βήχας, κατακοκκινισμένο πρόσωπο να παρατηρεί τη μεριά του συνομιλητή συνομιλητή))

"Έχω και αυτή τη μαλακία εδώ μέσα" ((δείχνοντας το δόντι)), "που μου σάπισε τελείως. Ή έστω κάτι παρόμοιο, μιας και δε βλέπω να χει μαυρίσει. Βασικά, κουνιέται σα διάολος, και απορώ και ο ίδιος πώς και δε το βγαλα με τα χέρια μου μεθυσμένος κανέναν βράδυ. Είμαι περισσότερο χέστης απ' όσο πίστευα"

((γέμισμα ποτηριού, μουσκεμένο χαρτομαντηλο πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, άδεια κουτάκια με φιλτράκια δίπλα απ' το πληκτρολόγιο και πεταμένα κλωνάρια και σπόρια κάτω απ' τον καναπέ))

"Βασικά, το μηδέν το απόλυτο. Αυτή η περίοδος είναι νεκρή. Πώς είναι ο κρεμασμένος που εκσπερματώνει ενώ κρέμεται, αφήνοντας τις τελευταίες πνοές; Τα τάλαρά της τα κάτασπρα τρώμε στο κούτελο. Τα καλοκαιρινά βράδια φέρανε μεγαλύτερη απόλαυση των αισθήσεων, μα με κάποιο παρόμοιο τρόπο, η ίδια καύλα αυτή η πρωταρχική για εποχιακά ρομάντζα, έβγαλε νοκ-αουτ την όρεξή μας για οτιδήποτε. Λες και περπατάμε υπνωτισμένοι από την φλογέρα του μυστήριου τύπου εκείνου. Ξέρεις. Με τα ποντίκια."

((αργές ανάσες, ξεραμένα πατατάκια, κατάμαυρα, στα πλακάκια, δίπλα από άδειες ζελατίνες και πλαστικά ποτήρια πλακουτσωμένα από σόλες φιλικές))

"Και κάθομαι σου λέει, και κάθομαι, και κάθομαι. Όποιος ζωγραφίζει, γράφει, πελεκάει πέτρες, χαράζει ξύλα, ό,τι και να κάνει εν πάσει περιπτώσει που μπορεί να το χαρακτηρίσει δημιουργική διαδικασία, είναι ένας παπάρας. Μα το Θεό, δε μπορώ να βρω σωστότερο χαρακτηρισμό. Όση εσωστρέφεια και να σπαταλήσει, παραμένει κουκούλι άδειο. Άρρωστος είναι, για την ακρίβεια. Ξέρεις. Δε μπορεί να έχει τα λούσα και το μπερντέ, οπότε κλείνεται στον εαυτό του και προσπαθεί να βγάλει τα ντέρτια του στο υλικό του. Άμα είναι κωλόφαρδος, και μπορέσει τα ντέρτια του να τα απεγκλωβίσει από τη κλαψομουνίαση τη ναρκισσιστική, ώστε να μπορέσουν να σταθούν σα σύμβολα οικουμενικά και να ταυτιστούν με συγκεκριμένες πτυχές του ασυνείδητου των θεατών-τουριστών του, τότε λαμβάνει και τα λούσα και το μπερντέ. Ειδάλλως απλά μουρλαίνεται και κοπανάει τοίχους από μαξιλάρια αντί για στόκο χτισμένους."

((ουρανίσκος ζεστός, χαραγμένα νούμερα πάνω στο πλαστικό του υπολογιστή που δε θυμάται κανείς τι είναι, χαρτούρα και βιβλία στοιβαγμένα μαζί με άπλυτα ρούχα παντού τριγύρω στο διαμέρισμα))

"Γι'αυτό είναι λένε θέμα για τύπους και τύπισσες με κλαπαναριά. Να έχουν την ανάγκη να κατακτήσουν τα πάντα, μα να μπορούν ταυτόχρονα μέσα από τον απόλυτο ρεαλισμό της βιοπάλης να βγάζουν το μηδέν, το πρωταρχικό της αφής και της υφής, της φόρμας και του νοήματος, όλα αυτά απογυμνωμένα από το τώρα και το εδώ, λουσμένα και φτυμμένα από προ-ανιμιστικές περιόδους. Ή μήπως το να θες να αγγίξεις τα Πάντα και τα Πάντα να είναι στην ουσία το Ένα Μεγάλο, δεν είναι το ίδιο με τις τότε ομάδες πιθηκοειδών-προγόνων μας που αντιλαμβάνονταν το χρόνο αφηρημένα, σα μια μεγάλη σπείρα, και ζούσαν τρόπω τινά μέσα σε μια τεχνητή αιωνιότητα; Πριν καν κλάσει ο πρώτος τρωγλοδύτης κάτω απ' το φεγγάρι και παρατηρήσει ότι η κλανιά του λούστηκε με μπλε φως, παραδεχόμενος τότε ότι το φεγγάρι είναι θεότητα, η φάση ήταν η ίδια. Φτιάχνανε τα μαγικά τους με τις σπηλαιογραφίες, να πούμε, και ταυτόχρονα φέρνανε και το φαγί στο σπίτι. Ωραίοι είμαστε. Πολύ ωραίοι, θαρρώ."

((πάτημα πλήκτρων, αργή μα σταθερή έλλειψη ενδιαφέροντος προς το συνομιλητή, μονόλογος))

"Αντε λοιπόν. Γράψτε να πούμε ακίνδυνα. Για φανταστικές ιστορίες μπουρδέλων στα οποία δε πήγατε ποτέ, και εμπόρων ναρκωτικών και μυστικών πρακτόρων που δε γνωρίσατε ποτέ. Ή σε μια ατελείωτη μεταφορά, αέναο συμβολισμό, με τη μια άναρχη λέξη μετά την άλλη δίχως μεγαλύτερο νόημα να στεγάζουν, απλά και μόνο επειδή έτσι φαντάζει το αποτέλεσμα περισσότερο κουλτουριάρικο. Ή ιστορίες αγάπης με ακριβά παπούτσια και διλήμματα εφηβείας, όταν μία τόνγκα, ένα αποτυχημένο φλερτ ή μια διαλυμένη σχέση 2 χρόνων που πήγε στράφι από τον ρεαλισμό της απλής λογικής του να φας και να πιεις, προσδιορίζουν απολύτως και την έλλειψη ρίσκου στη ζωή. ΜΠΟΥΜ! Όμως! ΜΠΟΥΜ τα κανόνια! Διότι η εποχή είναι ανελέητη, όπως όλες οι εποχές άλλωστε, μέρες μεγάλες σαν εποχές, αυτό θέλω να δω γραπτά. Και ΜΠΟΥΜ τα κανόνια! Πορφυρές λέξεις να ντύνονται με τους μανδύες της εμπειρίας, αυτό θέλω να διαβάσω! Και ΜΠΟΥΜ τα κανόνια! Να σου κόβουν τα πόδια και να τρέχεις, να σου κόβουν τα χέρια και να σέρνεσαι με το σαγόνι, να σε αποκεφαλίζουν και να ματώνεις τα πάντα ενώ ψοφάς για να τους χαλάσεις το παιχνίδι, αυτό θέλω να νιώσω! Και ΜΠΟΥΜ τα κανόνια, και ΧΡΑΠΑΧΡΟΥΠΑ οι μπαλοφιές, και ΣΚΡΑΣΣΣΣ τα κρασοπότηρα στα πλακάκια! Γι'αυτό σου λέω" ((τραγουδιστά σα τενόρος αποτυχημένος)), " μαλάκες και παπάρες όλοι μας, είμεθα! Μαλάκες! Και χαιρόμεθα, ευχαριστούμε πολύ κύριε, κλείστε τη πόρτα πίσω σας, στη λογοτεχνική σας έκτρωση!"

((ο συνομιλητής φεύγει, συνέχεια του τραγουδιστού μονόλογου, ΣΚΡΑΣΣΣ το κρασοπότηρο κατά λάθος στο πλακάκι))

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Σχεδόν Μεσοκαλόκαιρο



Μεσοκαλόκαιρο και το φως βασιλεύει αμείλικτα, θυμίζοντας μυθολογικές τυραννίες ηλιακών θεών που ήρθανε και χτύπησαν τις Κυρές του Φεγγαριού.
Ώρα όγδοη εσπερινή, είμαι ήδη στο δεύτερο ούζο, γελάω ανάλαφρη, γεμάτη μέρα σήμερα, γεμάτη κόπο, τρέξιμο, χαλάρωση μετά και λίγη φωτοσύνθεση, καθώς άπλωνα τα κανιά μου να λιαστούνε στα Εξάρχεια.

Στο σπίτι, η δροσιά των τεσσάρων τοίχων μού θυμίζει το ασβεστωμένο σπίτι της γιαγιάς μου, εκείνο το νεραϊδόσπιτο που έπαιζα μικρή, και στεκόμουν στο αυτοσχέδιο, ξύλινο μπαλκονάκι να επιθεωρώ την χαράδρα κάτω σαν βιγλάτορας. Το σπίτι έχει πια γκρεμιστεί, η τύχη της χαράδρας αγνοείται, σίγουρα δε θα την ξαναδούμε και οι καινούριοι τοίχοι δε θα είναι ασβεστωμένοι.

Δε γαμιέται. Κάποια πράγματα πρέπει να τελειώνουν, μού λέει ένας φίλος μου, εμφανώς προβληματισμένος, λέει ότι δεν έχει ψυχή και γελάω μαζί του, γελάω γιατί νομίζει ότι δεν έχει ψυχή και γελάω επειδή έχει πλάκα πώς το μεσοκαλόκαιρο ενώνει τα μυαλά των ανθρώπων.

Πού να ήταν και νύχτα. Πού να μας τύλιγε το ζεστό, υγρό σκοτάδι της Αθήνας, άχρονη μήτρα, να μας κάνει να κουλουριαστούμε σαν αγέννητοι στην πανσπερμία της ύπαρξης. Όταν είσαι αγέννητος, έχεις τη δύναμη να γίνεις ό, τι θέλεις σχεδόν, μόνο που δεν το ξέρεις. Είσαι παντοδύναμος και τόσο ανυπεράσπιστος συνάμα, ένα χάος σε σμίκρυνση.

Αναμονή της νύχτας και γλυκιά θολούρα. Κάποια πράγματα τελειώνουν για να αρχίσουν άλλα, λέω στο φίλο μου, θέλω να τον ελευθερώσω, πώς να ταρακουνήσεις όμως ένα πεισμωμένο, μεσοκαλοκαιρινό κεφάλι. Και ποια είμαι εγώ πού θα τον ελευθερώσω, όπως και να ΄χει, εδώ αγωνίζομαι νύχτα-μέρα να σπάσω τα δικά μου δεσμά και η anima liberatrix εξαντλείται. Έχω γέλιο ίσα ίσα για να βγάλω την επόμενη μέρα. Και την επόμενη μέρα, τσίμα-τσίμα για τη μεθεπόμενη. Η κρίση είναι μέσα μας, τελικά.

Άμα ήταν νύχτα, ίσως να γελούσα παραπάνω. Μου έλειψε να καίγομαι μαζί του, μου έλειψε να καίγομαι με ανθρώπους αγαπημένους από τα παλιά, γενικώς. Εκεί που η σιωπή είναι γεμάτη, σπάνια και πολύτιμη σαν καλοκαιρινή νύχτα. Και μου κακοφαίνεται που γεμίζω τον ουρανίσκο μου οινόπνευμα ενώ έξω έχει ακόμα φως – αλλά δε γαμιέται. Σύντομα η δικτατορία του φωτός θα πάρει τέλος. Η ξεδιαντροπιά της μέρας θα μπει σε μια τάξη, θα μικρύνει, θα έρθουν νύχτες μεγαλύτερες, καλοκαιρινές, στοργικές. Το φεγγάρι θα φτιάξει ξανά κι άλλες, παλλόμενες ψευδαισθήσεις. Χρειαζόμαστε κάπου-κάπου τις ψευδαισθήσεις, χρειαζόμαστε κάπου-κάπου τα παραμύθια. Πάνω από όλα, χρειαζόμαστε τον παλμό και τη στοργή.

«Νύσταξα», λέει ο επίσης μεθυσμένος φίλος μου, από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Πήγαινε κοιμήσου.»
«Εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα περιμένω τη νύχτα.»