Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011
Ο Τύπος
-λήγει αυτό! σίγουρα!
-όχι, δε νομίζω... μα και πάλι...είστε σίγουρος, κύριέ μου;
τα λεφτά μπήκαν στο παχυλό λογαριασμό,
οι ματιές ανταλλάχτηκαν-
του Χοντρού ήταν πιο ξυραφένιες, φουριόζες απ' ό,τι του άλλου,
του Τύπου, που πάντα ήταν ωραίος και ποτέ δε ζήμιωνε κανέναν-
εκτός απ' το ότι τώρα, είχε βρεθεί ζημιωμένος στο Χοντρό, με τα Πάντα!
-Να σου πω- Λοιπόν! Εσύ! Έλα δω! ΕΛΑ ΔΩ ΕΣΥ! Τώρα!
Ο Τύπος απλά υπάκουσε- γενικά δε του άρεσε να υπακούει, μα τώρα ήταν με τα μπούνια χωμένος μες τη φάση στην οποία- ειρωνία- δεν είχε καν βάλει το δαχτυλάκι του, να γίνει έτσι όπως έγινε- το χρώσταγε αυτό σε έναν "φίλο", μια οχιά που τονε πούλησε και τον άφησε μόνο του να βγάλει τα σπασμένα.
-Έλα δω. Στάσου δω!
Ο Χοντρός δεν είχε ανάγκη από βοηθούς- τόση εμπιστοσύνη είχε στον εαυτό του, που όλοι τονε ξέρανε, και όλοι τονε σεβόντουσανε στις κωλοδουλειές- και ο Τύπος, καμία εξαίρεση. Πλησίασε, δίχως Αύριο, αν και δεν έβλεπε μπράβους, ή έστω κωλομπαρόπαιδα του Χοντρού τριγύρω- δεν είχε σημασία, ο Χοντρός ήταν Χοντρός.
-Σκύψε.
Η παραγγελιά ήταν γνωστή και φοβερή. Σε κανένα αυτί όταν ροκάναγε το τύμπανο μετά τη πρώτη φορά δε προκαλούσε διαστροφή, όπως τη πρώτη φορά- μα προκαλούσε την ίδια αηδία, το ίδιο μίσος, για αυτό το Χοντρό, το τυχάρπαστο τύπο, που έχτισε παλάτια μέσα στην Άμμο, μέσα στη δυστυχία- "και καλά έκανε, και δούλεψε γι' αυτό" έλεγαν οι μύθοι του πεζοδρομίου- μα ο Τύπος τους έφτυνε αυτούς τους μύθους- ίσως γι'αυτό τώρα να'ταν σε αυτή τη θέση- του καριόλη, του πούστη, της πουτάνας.
Ο Χοντρός δεν έχασε ώρα.
το πούτσο του, τον γεμάτο ράγες και αρρώστιες, τον έχωσε βαθειά/
ο Τύπος βόγγηξε μα ήταν μαθημένος καλά:
δε παραπονιέσαι για τίποτα.΄
και όσο πιο πολύ βογγάς,
ίσως,
τόσο πιο πολύ ευχαριστηθεί ο αφέντας,
ο προύχοντας,
ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ της ΜΟΙΡΑΣ σου πλέον.
ο Τύπος τιναζόταν συνεχώς
τα κωλομπίθρουλά του τινάζονταν με το δευτερόλεπτο,
έσφιγγε τα δόντια του,
ορκιζόταν στο μυαλό του δήθεν πως θα σκοτώσει το Χοντρό,
((σιγά μην))
στο τέλος
ένιωσε το υπέρτατο σφίξιμο
και μια αίσθηση
σα να αδειάζουν υαλοκαθαριστήρες
στη κωλοτρυπίδα σου μέσα,
όχι στη κωλοτρυπίδα,
βαθύτερα,
στο ΕΙΝΑΙ σου μέσα΄.
έμεινε να στέκει μισολυπόθυμος στο δρομάκι
το δρομάκι που από εδώ και μπρος θα μάθαινε να μισούσε
ο Χοντρός του πέταξε πέντε ευρώ στο πάτωμα
χαμογέλασε, σκούπισε το πούτσο του με ένα χαρτομάντηλο φτηνό,
και έφυγε στο σκοτάδι.
ο Τύπος αναρωτιότανε
αν του άξιζε ό,τι του άξιζε,
ή αν απλά,
όλα όσα πέρασε,
απλά θα γίνονταν
κάποια στιγμή
στη κλεψύδρα που άδειαζε και που ο ίδιος ονόμαζε:
"Ημέρα"
ή
"Ζωή"
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου