Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011
Μια φορά στη Καλλιτεχνική Αποτυχία
μια φορά, κάποτε, ήμουνα πολύ φιλικά προσκείμενος στο οτιδήποτε θα σκαρώνανε οι συνάδελφοι εις τη σχολή Καλλιτεχνικής Αποτυχίας, όπου φοιτούσαμε όλοι μαζί. Αλήθεια λέω, δε με ένοιαζε τίποτα απολύτως, ήταν η περίοδος που θεωρούσα τον οποιοδήποτε, όποιος και να'τανε, ό,τι και να φτιανε, κατά πολύ καλύτερο απ' την αφεντιά μου. Όλοι το περνάμε αυτό κάποια στιγμή- είναι ανθρώπινο και είναι υγιές. Υγιές...δε ξέρω αν είναι απολύτως, μα είναι ανθρώπινο όπως και να το κάνεις.
Εν πάσει περιπτώσει, η καλή θέληση υπήρχε, και μάλιστα στο μάξιμουμ. Εκείνη τη περίοδο, είχα πέσει σε καλλιτεχνική λούμπα βαρβάτη, όπως και αρκετοί γνωστοί/φίλοι μου. Ξέτε, κείνη τη φάση που ό,τι και αν φτύσεις οπουδήποτε, όσο καλό ή κακό και αν είναι, συ πιστεύεις ότι έχεις κάνει αμάρτημα- ντρέπεσαι, κοκκινίζεις, αν το'χεις δίπλα σου το σκίζεις κιόλα- και ένας Αλλαχόβουδας ξέρει μόνο πόσα έργα καταστράφηκαν έτσι τότε. Είναι η περίοδος που πιστεύεις ότι είσαι το Κουράδι του Σύμπαντος, το Σκατό της Οικουμένης- άρα, όλοι όσοι θα επιδείξουν την ελάχιστη προσπάθεια, ασχέτως του αν εσύ δουλεύεις απ' το πρωί ως το βράδυ και αυτοί μια φορά τη βδομάδα, ε, αυτοί θα είναι οι νέοι Μεσσίες, οι νέοι Καλλιτέχναι.
Στριφογύρναγα στη Σχολή δίχως σκοπό- ήμουν το σκουπίδι και προσπαθούσα να λάβω έμπνευση απ' το οτιδήποτε, το Οτιδήποτε δηλαδής τότε ήτανε χίλιοι μεγατόνοι έμπνευσης μπρος στο ό,τι προσπαθούσα να παράγω- άρα, είπα να λάβω, αν μπορέσω, λίγα ερεθίσματα από δαύτους. Τους Γαμιάδες, τους Υπέροχους- έτσι ακουγότανε άλλωστε για καιρό στη Σχολή καλλιτεχνικής Αποτυχίας για δαύτους.
Διέσχιζα τα βρώμικα πατώματα με γόπες, τις σκάλες τις βαμμένες, πέρασα το καψιμί των Ιδεών- είχα ακούσει ότι δαύτες μέρες είχανε όλοι βάλει έργα εδώ κι εκεί, σκορπισμένα στο κτήριο. Περίμενα πώς και πώς. Όλοι όσοι είχαμε φάει το ίδιο βόλι μαλακίας, το περιμέναμε, δηλαδή. Έπρεπε να δούμε- να ΝΙΩΣΟΥΜΕ. Ήτανε ό,τι θα μας κράταγε ενεργούς για το μέλλον.
Στην αρχή είδα μια μάλλινη μαύρη αράχνη, να κρέμεται απ' το ταβάνι. Την παρατήρησα καλά. Δεν είχε δοθεί η απαραίτητη φροντίδα στη κατασκευή- αντί για αράχνη, έμοιαζε με δυο παπάρια τριχωτά απ' τα οποία εξέχανε 5-6 ποδάρια. Προβληματίστηκα. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια επιχρυσωμένη πινακίδα στις σκάλες από κάτω: η πινακίδα έγραφε, "Αυτή η αράχνη είναι ο προστάτης της Σχολής! Όσοι έρχονται εδώ με συναδελφική αλληλεγγύη, θα τους προστατεύει και θα τους προσέχει, όσοι έρχονται με δόλο, θα τους κυνηγάει μακριά". Ή κάτι παρόμοια αστείο. Σκέφτηκα, μα, γαμώτο, πώς γίνεται αυτά τα δυο αρχίδια με πίσσα και τριχοφυία να πείσουν για αράχνη; Και ποιος θα κρίνει την αλληλεγγύη και το δόλο; Αν πιστεύω ότι αντί για αράχνη, φτιάχτηκαν δυο όρχεις τίγκα στη τρούχα, δηλαδή, αν πω για το πόσο απαίσιοι είναι αυτό το πράγμα που κρέμεται πάνω απ' τα κεφάλια μας, τι θα είναι απ' τα δύο; Αλληλεγγύη ή δόλος;
Κούνησα το κεφάλι μου δυνατά, δεν επέτρεπα τέτοιες σκέψεις τότε στον εαυτό μου. Με έπεισα πως δε θα πρεπε να κρίνω αρνητικά γενικότερα, για ένα και μόνο ατόπημα, ένα πράγμα που θεωρούσα εγώ ατόπημα. Προχώρησα και είδα το εργαστήρι διακοσμητικής. Η καθηγήτρια, λοιπόν, τους είχε παρουσιάσει μια σειρά έργα με υλικά περίεργα, μεταξύ των οποίων, και γλυπτά/έργα από σοκολάτα. Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα, για εργασία, να φτιάξει ένα ψευτογλυπτό από σοκολάτα. Και λιγάκι κακότεχνο, να πω την αμαρτία μου τώρα- τότε δε το σκέφτηκα έτσι. Κάτι γνωστοί, μέσα στις μαστουροληγούρες, το κοίταγαν με μάτια-πινέζες: και γιατί να μη το φας; Τίποτα ιδιαίτερο δε γεννοβολάει δαύτη μαλακία.
Συνέχισα δίχως να ακούω τις κακόβουλες φωνές της κριτικής που βαρούσαν τρακατρούκες στη γκλάβα μου. Μα δε μπορεί- ήμουνα, ήμασταν τα κουράδια του σύμπαντος! Τι γίνεται; Διατί δε μπορώ να νιώσω δέος, τώρα, ψυχαναγκαστικά, που το νιώθω, απ' τα έργα μεγάλης βαρύτητας που μου λέγαν ότι θα δω;
Πιο πέρα, κάποιος έκανε performance. Μάλιστα, για να δούμε- το "performance" σπανίως πετυχαίνει γενικώς, μα, σκέφτηκα, αν κάποιος απ' τους τόσο φωτισμένους καλλιτέχνες το τολμάει σήμερα, ε, του πούστη, θα τα'χει όλα υπολογισμένα, και σαφώς, το θέαμα θα μας κάνει να ζεσταθούμε, στις καρδιές μας. Πήγα προς τα κει.
Ένας τύπος, λιγάκι ομοφυλόφιλος, όχι προς τις προτιμήσεις τις σεξουαλικές, αυτό δε το ξέρω και δε το χω μάθει ως και σήμερα, μα ως προς τις κινήσεις και το χαρακτήρα, είχε κολλήσει δυο χαρτιά στο σώμα του: ένα που γραφε "LOVE" από μπρος, και ένα που γραφε "ΗΑΤΕ" από πίσω- ή το αντίστροφο, σχωρνάτε με. Έπαιζε ένα κωλοκόμματο ραδιοφώνου από κάπου- ένα εμπορικό κωλοτράγουδο ακουγόταν από ένα cd player κει δίπλα- ταυτόχρονα, κόσμος είχε μαζευτεί τριγύρω του και τον παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Ο τύπος έμενε ακίνητος, μέχρι που άρχισε να φωνάζει σε κάποια φάση, με ένταση, με γυναικεία φωνή, αν και πάω στοίχημα ότι δε το θελε αυτό το τελευταίο, "ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟΟΟΟΟ!", και μετά, το φινάλε, πήρε ένα κραγιόν και πασάλειψε το στόμα και λίγο απ' τα μούτρα του. Η μουσική σταμάτησε και το πλήθος τον καταχειροκρότησε, μερικές τύπισσες δε, άρχισαν να κλαίνε και να του φωνάζουν "ΜΠΡΑΒΟ, ΜΠΡΑΒΟ!".
Έφυγα λες και είχα πυρετό.
Από τότε δε μου ξανακατέβηκε καμιά περίεργη ιδέα στη γκλάβα.
Δουλειά σας, δουλειά μου
παληκάρια μου.
Ό,τι λεφτά και να βγουν για σας, που θα'ναι πολλά,
ό,τι καλό και αν κάνω απ' τη μεριά μου, που θα'ναι πολύ.
Και αυτό ισχύει για όλους
όσους απλά
αναπνέουν
γαμάνε
τρώνε
πίνουνε
κατουράνε
χέζουν
ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΝΕ
με
ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ
και όχι
από
περηφάνεια
ή
ανάγκη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Υπέροχες σκέψεις! Τις συμμερίζομαι απόλυτα! ...ιδίως τον επίλογο!
ΑπάντησηΔιαγραφή