Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011
Τα Φωσφορίζοντα Γκαρσόνια της Βηθλεέμ
Με πλησίασαν, ενώ
ήμουν γερμένος ανάσκελα και
τα χείλη τα'χα ξεραμένα και η μύτη έτρεχε αίμα,
ρούφαγα τις τελευταίες μπύρες της βραδιάς
και με πλησίασαν τότε, στο τελικό Ναυάγιο της Νυχτιάς μου,
ήτανε δύο και ήτανε πασαλειμένοι με τα χρώματα του Πολέμου,
και ήτανε επίσης Άγγελοι, Άγγελοι εξολοθρευτές,
έτσι λέγανε τουλάχιστον.
Μου πήραν το ποτήρι,
καβάτζωσαν ένα μπουκάλι μαυροδάφνη,
(όχι δικό μου, της γκόμενάς μου,
απεχθάνομαι τη μαυροδάφνη, όπως
και τα περισσότερα κρασιά)
και το ύψωσαν πάνω απ' το ποτήρι μου.
Τους αγνάντεψα λίγο:
ωραία παληκάρια, το δίχως άλλο
αλαβάστρινα και λαμπερά,
μα δε γουστάρω αλκοολονταβατζηλίκια.
-Λοιπόν παιδιά. Ήρεμα.
-Είμαστε οι Άγγελοι.
-Ναι, ναι, βεβαίως...
Δεν ήθελα να τους δείξω ότι είχα σαστίσει.
Δεν είχα σαστίσει.
-Τι είδους Άγγελοι, ρε μάγκες, είστε; Αν επιτρέπεται.
-Χερουβείμ.
-Χμ; Αυτά τα απεικονίζανε σα βρέφη με πάνες και φτερά, μα στη πραγματικότητα, ήτανε με τρία κεφάλια, ένα λιονταριού, ένα ανθρώπου και...
-Σιωπή!
Η φωνή του ενός αντήχησε στο δωμάτιο.
Ο άλλος δε μίλαγε καθόλου, κοίταγε μόνο με μάτια καθηγητή, εργοδότη, γονέα.
Αποφάσισα να πάω με τα νερά τους.
-Και τι θέτε, ας πούμε;
-Θα σου γεμίσουμε το ποτήρι.
Υπέροχα.
Οι φανταχτεροί Σερβιτόροι του Παραδείσου,
τα Φωσφορίζοντα Γκαρσόνια της Βηθλεέμ!
Ένα όνειρο βγαίνει αληθινό-
μα κάτσε,
γεννήθηκα δύσπιστο γουμάρι.
-Ποια είναι η παγίδα; Το κόλπο;
-Θα μας πεις πώς θες το ποτήρι.
-Συγγνώμη;
-Μισοάδειο ή Μισογεμάτο;
-Με μπερδέψατε.
-Απάντησε.
-Ώχου. Μισό λεπτό. Δε καταλαβαίνω.
-Απάντησε.
-Ναι, ωραία. Ξέρωγω. Βάλτο ως εδώ.
Του' δειξα με το δάχτυλο σε ένα σημείο του ποτηριού.
Ο Άγγελος το γέμισε ακριβώς ως εκεί,
ούτε τρούχα παραπάνω.
Στη συνέχεια, ρώτησε:
-Λοιπόν;
-Τι λοιπόν;
-Είναι Μισοάδειο, ή Μισογεμάτο;
-Κοίτα...
-Είναι Μισοάδειο, ή Μισογεμάτο;
-Περίμενε λίγο, εγώ...
-Είναι Μισοάδειο; Ή Μισογεμάτο;
Βαρέθηκα τους καριόληδες-
κάθε μέρα, σε ό,τι και να θε να κάνεις, απ' το να κονομήσεις ένα βασικό παρά για να συνεχίσεις να αναπνές, ως το να αγοράσεις ένα απλό γαμημένο πακέτο τσιγάρα, είσαι αναγκασμένος να συναντάς καριόληδες-
ώστε έπρεπε και τα Ουράνια να είναι
τιγκαρισμένα, πήχτρα από δαύτους;
Σήκωσα το ποτήρι
και ήπια το κρασί σφηνάκι.
Στράφηκα προς αυτούς:
-Το λοιπόν, το ποτήρι, παιδιά μου όμορφα, είναι άδειο.
Οι Άγγελοι έμειναν να με κοιτάνε για λίγα λεπτά, ανέκφραστοι-
μετά ένας εκωφαντικός ήχος ακούστηκε απ' το πουθενά,
σα καραμούζα φάλτσα,
και οι Άγγελοι έγιναν καπνός.
Πήρα τη μαυροδάφνι το μπουκάλι,
την έχωσα όσο πιο βαθιά γινόταν στο ντουλάπι,
και μετά το κλείδωσα.
Συνέχισα να πίνω μόνος,
ελπίζοντας πως οι Διάολοι που
κατα πάσα πιθανότητα θα σκάγαν μύτη αύριο βράδυ,
θα' τανε λιγότερο καριόληδες
από δαύτους τους
σημερινούς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ωραίο κείμενο και ταξιδιάρικο κομμάτι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤεχνικά, το ποτήρι είναι πάντα γεμάτο. Μισό με ξίδι και μισό με αέρα. Αυτό να λες άλλη φορα σε αγγέλους και δαιμόνους, να μη στα ζαλίζουνε. =)
ΑπάντησηΔιαγραφή