"If a picture is worth a thousand words, a song is worth a million."

(Anon.)

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Παπάρες



"Τρεις φορές έγραψα το ίδιο σημείο με διαφορετικό τρόπο και το έσβησα και τέταρτη. Δε θυμάμαι καν με τι είχε να κάνει, καθώς μου κατέβηκε στη γκλάβα μια υπερτεράστια ιδεάρα ενώ τα έβλεπα όλα τριπλά, να ανοίγουν μπροστά μου, μα άργησα να την βάλω μπρος γραπτά και την έχασα τελείως, έμεινα με τις λεπτομέρειες των λεπτομερειών και αυτές από μόνες τους δε μπορούσαν να σταθούν, παρά μόνο σε τραπεζοσυζητήσεις ταβέρνας, μα και πάλι, δίχως την αίγλη της ειλικρίνειας και το πάθος της κατανάλωσης. Έρευνα δεν είχα κάνει για τίποτα, διότι βαριέμαι να κάνω έρευνες για κάτι που θα γράψω. Παράτησα και τις επαφές για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, μέχρι νεοτέρας ειδοποίησης δηλαδή από την κούτρα μου την ίδια"

((ξύσιμο δαχτύλων εκτοξευόμενων από τρύπια κάλτσα, έντονος βήχας, κατακοκκινισμένο πρόσωπο να παρατηρεί τη μεριά του συνομιλητή συνομιλητή))

"Έχω και αυτή τη μαλακία εδώ μέσα" ((δείχνοντας το δόντι)), "που μου σάπισε τελείως. Ή έστω κάτι παρόμοιο, μιας και δε βλέπω να χει μαυρίσει. Βασικά, κουνιέται σα διάολος, και απορώ και ο ίδιος πώς και δε το βγαλα με τα χέρια μου μεθυσμένος κανέναν βράδυ. Είμαι περισσότερο χέστης απ' όσο πίστευα"

((γέμισμα ποτηριού, μουσκεμένο χαρτομαντηλο πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, άδεια κουτάκια με φιλτράκια δίπλα απ' το πληκτρολόγιο και πεταμένα κλωνάρια και σπόρια κάτω απ' τον καναπέ))

"Βασικά, το μηδέν το απόλυτο. Αυτή η περίοδος είναι νεκρή. Πώς είναι ο κρεμασμένος που εκσπερματώνει ενώ κρέμεται, αφήνοντας τις τελευταίες πνοές; Τα τάλαρά της τα κάτασπρα τρώμε στο κούτελο. Τα καλοκαιρινά βράδια φέρανε μεγαλύτερη απόλαυση των αισθήσεων, μα με κάποιο παρόμοιο τρόπο, η ίδια καύλα αυτή η πρωταρχική για εποχιακά ρομάντζα, έβγαλε νοκ-αουτ την όρεξή μας για οτιδήποτε. Λες και περπατάμε υπνωτισμένοι από την φλογέρα του μυστήριου τύπου εκείνου. Ξέρεις. Με τα ποντίκια."

((αργές ανάσες, ξεραμένα πατατάκια, κατάμαυρα, στα πλακάκια, δίπλα από άδειες ζελατίνες και πλαστικά ποτήρια πλακουτσωμένα από σόλες φιλικές))

"Και κάθομαι σου λέει, και κάθομαι, και κάθομαι. Όποιος ζωγραφίζει, γράφει, πελεκάει πέτρες, χαράζει ξύλα, ό,τι και να κάνει εν πάσει περιπτώσει που μπορεί να το χαρακτηρίσει δημιουργική διαδικασία, είναι ένας παπάρας. Μα το Θεό, δε μπορώ να βρω σωστότερο χαρακτηρισμό. Όση εσωστρέφεια και να σπαταλήσει, παραμένει κουκούλι άδειο. Άρρωστος είναι, για την ακρίβεια. Ξέρεις. Δε μπορεί να έχει τα λούσα και το μπερντέ, οπότε κλείνεται στον εαυτό του και προσπαθεί να βγάλει τα ντέρτια του στο υλικό του. Άμα είναι κωλόφαρδος, και μπορέσει τα ντέρτια του να τα απεγκλωβίσει από τη κλαψομουνίαση τη ναρκισσιστική, ώστε να μπορέσουν να σταθούν σα σύμβολα οικουμενικά και να ταυτιστούν με συγκεκριμένες πτυχές του ασυνείδητου των θεατών-τουριστών του, τότε λαμβάνει και τα λούσα και το μπερντέ. Ειδάλλως απλά μουρλαίνεται και κοπανάει τοίχους από μαξιλάρια αντί για στόκο χτισμένους."

((ουρανίσκος ζεστός, χαραγμένα νούμερα πάνω στο πλαστικό του υπολογιστή που δε θυμάται κανείς τι είναι, χαρτούρα και βιβλία στοιβαγμένα μαζί με άπλυτα ρούχα παντού τριγύρω στο διαμέρισμα))

"Γι'αυτό είναι λένε θέμα για τύπους και τύπισσες με κλαπαναριά. Να έχουν την ανάγκη να κατακτήσουν τα πάντα, μα να μπορούν ταυτόχρονα μέσα από τον απόλυτο ρεαλισμό της βιοπάλης να βγάζουν το μηδέν, το πρωταρχικό της αφής και της υφής, της φόρμας και του νοήματος, όλα αυτά απογυμνωμένα από το τώρα και το εδώ, λουσμένα και φτυμμένα από προ-ανιμιστικές περιόδους. Ή μήπως το να θες να αγγίξεις τα Πάντα και τα Πάντα να είναι στην ουσία το Ένα Μεγάλο, δεν είναι το ίδιο με τις τότε ομάδες πιθηκοειδών-προγόνων μας που αντιλαμβάνονταν το χρόνο αφηρημένα, σα μια μεγάλη σπείρα, και ζούσαν τρόπω τινά μέσα σε μια τεχνητή αιωνιότητα; Πριν καν κλάσει ο πρώτος τρωγλοδύτης κάτω απ' το φεγγάρι και παρατηρήσει ότι η κλανιά του λούστηκε με μπλε φως, παραδεχόμενος τότε ότι το φεγγάρι είναι θεότητα, η φάση ήταν η ίδια. Φτιάχνανε τα μαγικά τους με τις σπηλαιογραφίες, να πούμε, και ταυτόχρονα φέρνανε και το φαγί στο σπίτι. Ωραίοι είμαστε. Πολύ ωραίοι, θαρρώ."

((πάτημα πλήκτρων, αργή μα σταθερή έλλειψη ενδιαφέροντος προς το συνομιλητή, μονόλογος))

"Αντε λοιπόν. Γράψτε να πούμε ακίνδυνα. Για φανταστικές ιστορίες μπουρδέλων στα οποία δε πήγατε ποτέ, και εμπόρων ναρκωτικών και μυστικών πρακτόρων που δε γνωρίσατε ποτέ. Ή σε μια ατελείωτη μεταφορά, αέναο συμβολισμό, με τη μια άναρχη λέξη μετά την άλλη δίχως μεγαλύτερο νόημα να στεγάζουν, απλά και μόνο επειδή έτσι φαντάζει το αποτέλεσμα περισσότερο κουλτουριάρικο. Ή ιστορίες αγάπης με ακριβά παπούτσια και διλήμματα εφηβείας, όταν μία τόνγκα, ένα αποτυχημένο φλερτ ή μια διαλυμένη σχέση 2 χρόνων που πήγε στράφι από τον ρεαλισμό της απλής λογικής του να φας και να πιεις, προσδιορίζουν απολύτως και την έλλειψη ρίσκου στη ζωή. ΜΠΟΥΜ! Όμως! ΜΠΟΥΜ τα κανόνια! Διότι η εποχή είναι ανελέητη, όπως όλες οι εποχές άλλωστε, μέρες μεγάλες σαν εποχές, αυτό θέλω να δω γραπτά. Και ΜΠΟΥΜ τα κανόνια! Πορφυρές λέξεις να ντύνονται με τους μανδύες της εμπειρίας, αυτό θέλω να διαβάσω! Και ΜΠΟΥΜ τα κανόνια! Να σου κόβουν τα πόδια και να τρέχεις, να σου κόβουν τα χέρια και να σέρνεσαι με το σαγόνι, να σε αποκεφαλίζουν και να ματώνεις τα πάντα ενώ ψοφάς για να τους χαλάσεις το παιχνίδι, αυτό θέλω να νιώσω! Και ΜΠΟΥΜ τα κανόνια, και ΧΡΑΠΑΧΡΟΥΠΑ οι μπαλοφιές, και ΣΚΡΑΣΣΣΣ τα κρασοπότηρα στα πλακάκια! Γι'αυτό σου λέω" ((τραγουδιστά σα τενόρος αποτυχημένος)), " μαλάκες και παπάρες όλοι μας, είμεθα! Μαλάκες! Και χαιρόμεθα, ευχαριστούμε πολύ κύριε, κλείστε τη πόρτα πίσω σας, στη λογοτεχνική σας έκτρωση!"

((ο συνομιλητής φεύγει, συνέχεια του τραγουδιστού μονόλογου, ΣΚΡΑΣΣΣ το κρασοπότηρο κατά λάθος στο πλακάκι))

2 σχόλια: