Παρασκευή 21 Μαΐου 2010
Εωσφόρος
(http://www.youtube.com/watch?v=eW31U3Ih8RM)
Το καλοκαίρι σνόμπαρε τη παλιά μου γειτονιά, στο πρώτο μας σπίτι, στη πρώτη πόλη όπου έμενα, πιτσιρικάκος, κοντόχοντρος και ανασφαλής για όλα, μαζί με τους γονείς μου, 4 άτομα αρχικά, και μετά 5, όταν γεννήθηκε η αδερφή μου, ((το θυμάμαι σα σήμερα, ένα συννεφιασμένο βράδυ του Νοέμβρη, έπαιζα στο χαλί, χανόμουνα στα χρώματα και τα σχήματα και έφερνα σβούρες με το σώμα μου μέσα τους, ήταν ζεστά και φιλόξενα, όταν ήρθαν οι γονείς μου με ένα μικροσκοπικό άνθρωπο τυλιγμένο σα κουβάρι στην αγκαλιά της μάνας, ήταν πιο ενδιαφέρον θέαμα από το χαλί σίγουρα, αλλά το χαλί δεν ούρλιαζε, ούτε απαιτούσε τίποτα)), 5 άτομα μέσα στο τσιμεντένιο στάβλο, όπου δε χώραγε ούτε ένα ζευγάρι για να ζήσει άνετα, σε αυτό το τσιμεντένιο στάβλο, όπως και σε όλους τους τσιμεντόσταβλους της γειτονιάς, το καλοκαίρι μας σνόμπαρε, ο ήλιος μας θυμόταν πού και πού, και μας έκλανε λίγη ευλογία, με το πρωκτοσταγονόμετρο, με το ρέγουλο, και θαρρώ πως όντως δεν άξιζε σε κανένα μας το παραπάνω φως και η ζέστα που ξεχείλιζε παντού τριγύρω, ω ναι, η γειτονιά μας ήταν ένα μοσαϊκό από σπασμένο παρελθόν και αποτυχία, τα θραύσματα εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και μια φορά πιστεύω πως άκουσα τη γιαγιά μου να λέει πως μια παλιά της ανάμνηση, μια παλιά της ανάμνηση αποτυχίας, έφτασε μέχρι τον ουρανό και έξυσε το φεγγάρι στον αφαλό και το μάτωσε.
Δεξιά μας έμενε μια οικογένεια με 4 γκόμενες και έναν τύπο που διακινούσε ντρόγκια, είχαν και ένα πιτσιρικάκι που του έμαθαν να μιλάει μετά τα 4 και βάλε, μιας και δε του δινε κανείς σημασία, οι θηλυκιές γαμιόντουσαν και ο σέρνικος ξηγιότανε, αργότερα έφυγαν, ήρθαν άλλες οικογένειες που έφυγαν κι αυτές στο λεπτό, και το σπίτι λέγανε ότι είναι στοιχειωμένο, απέναντι από αυτό το σπίτι ήταν κολλημένα τα σπίτια του κυρ Θανάση και του κυρ Θόδωρα, γέρικες πούστρες, που μιλάγανε με το σεις και με το σας ((και που μου έριχναν νερό με το λάστιχο το καλοκαίρι όταν έμπαινα στην αυλή τους, απ' το σώμα ως το μαγιό, ιδιαίτερα στο μαγιό, που κόλλαγε πάνω μου και αυτοί προσποιούνταν ότι δε κοίταγαν το μικροσκοπικό μου τσουτσούνι που πετιόταν σα ρόγα σταφύλι ζαρωμένη μέσα απ' το βρεμμένο ένδυμα, μα τις πατούσες μου, όταν άφηνα πατημασιές στα πλακάκια, και μου έλεγαν με σκεπτικό ύφος, "χμμμ, έχεις πλατυποδία", κοιτώντας ακόμα το τσουτσούνι)), δίπλα τους έμενε ένα σμήνος γεροντοκόρες, 4-5 θα'τανε κι αυτές, σιχαμένες μάγισσες, είχαν έναν κήπο που φύτρωναν σκυλάκια και έναν μεγάλο κορμό δέντρου κομμένο, που χρησίμευε πλέον για σκαμνί, δεν ήθελα να πηγαίνω καν εκεί, έπαιρνα όμως το δρόμο αλάργα ευθεία δεξιά προς το ποτάμι, από κάτω απ' το ποτάμι έμεναν γύφτοι και άστεγοι και πρέζοι, μες το σκοτάδι, λίγο μεγαλύτερος, επιστρέφοντας από τη πόλη, τους έβλεπα να μισοπεθαίνουν, λεπτό με το λεπτό, είτε να μου γνέφουν απ' τα σκοτάδια, και έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα προς το σπίτι, όχι, εκεί ακριβώς ήταν και το σπίτι με τον Θωμά, ή Κώστα ή Ζαχαρία, ο Θωμάς ή Κώστας ή Ζαχαρίας έφερνε βόλτα στη περιοχή κοπανιόντας το χέρι του στον αέρα και κοιτώντας μας με παραπονιάρικα, καθυστερημένα μάτια, μετά ούρλιαζε και έμπαινε στο σπίτι πάλι, με κάτι ανάμεσα σε βρυχηθμό και κλάμμα νεογέννητου παγωνιού, όλοι φταίγαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί. Από τ'αριστερά, ανοίγονταν οι πολυκατοικίες, με γκρίζους, ανέραστους μικροαστούς, μίζερους, μίζερους επειδή δεν είχαν πλέον όνειρα για το πώς θα βγάλουν λεφτά, στη γωνία ζούσε μια λεσβία γύφτισσα με τα 3 παιδιά της, αντρογυναίκα, μπουκλωτό μαλλί, μούρη κατάμαυρη ναυτικού με γυαλιά, φορούσε δερμάτινα και καβαλούσε μηχανάρες, πήγαινε και γαμούσε μια τύπισσα απ' την πόλη και εκείνη της έδινε λεφτά, δίπλα της έμενε ο Γιάννης που γυρόφερνε δίχως σκοπό στη πόλη, αναζητώντας πρέζα, κόβωντάς την, ξαναρχίζοντάς την, μέχρι που μια μέρα τον βρήκανε στο σπίτι μουλιασμένο απ' την άλγεβρα της ανάγκης, απέναντι απ' τη γύφτισσα έμενε η κυρα Ντίνα με τα δυο παιδιά της, χωρισμένη, μια μέρα είχε σκάσει ολόκληρος στόλος από ναύτες σπίτι της και τη γαμήσανε ομαδικά, σπάζοντάς της και τα μούτρα στη συνέχεια, για λόγους που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω, θυμάμαι να προσπαθούμε να παίξουμε με το συνομήλικο γιο της με τουβλάκια, και να μας κλείνει στο μπαλκόνι, κλείνοντας τη μπαλκονόπορτα από μέσα, για να γαμηθεί, οπότε πηδάγαμε απ' το μπαλκονάκι και φέρναμε βόλτα στη παραλία, κάθε καλοκαίρι, χαζεύαμε τα καλάμια και κοιτάγαμε τη θάλασσα, αναρωτόμενοι πού τελειώνει.
-Έχει μια μεγάλη τρύπα ευθεία πέρα, και χύνονται όλα τα νερά κει μέσα.
-Α ναι ε; Και πού πάνε μετά τα νερά;
-Πέφτουν στο κενό, στο διάστημα.
Έκανε να περιγράψει το σχήμα της γης και μιας πιθανής κουφάλας στην άκρη της με τα χέρια, έκανε κάτι σα περιστέρι.
-Βλέπεις;
-Και στο διάστημα τι κάνει το νερό;
-Το νερό κουβαλάει αλάτι. Και το αλάτι όταν μαζεύεται στο διάστημα πολύ, σιγά σιγά σχηματίζει πλανήτες!
-Αλήθεια;!
-Μα ναι!
-Θέλεις να φτιάξουμε το δικό μας πλανήτη;!
-Αμέ! Και πώς θα τον ονομάσουμε;
-Θα τον πούμε Εωσφόρο!
-Τι είναι "Εωσφόρος";
-Δε ξέρω, μα η γιαγιά μου έλεγε ότι τον είδε στο όνειρό της χτες το βράδυ, ήταν λέει κατάμαυρος και με μακριά μαλλιά!
-Ακούγεται ωραίος!
-Ναι!
Κείνο το καλοκαίρι το περάσαμε σκάβοντας στην άμμο μεγάλα λαγούμια, όσο πιο βαθιά μπορούσαμε, για να φτάσουμε στο διάστημα και να χύσουμε κει ένα μέρος της θάλασσας, και ο ήλιος μόνο τότε θα'λεγα πως μας έριξε όσες ακτίνες γουστάραμε, δίπλα απ' τα καλάμια, με την αλμύρα να μας σκάει στο πρόσωπο σαν τα πρωτοβρόχια.
-Ηλίας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Παρα τα ελληνικα ονοματα, ενιωσα σαν να βρισκομαι σε φτωχη redneck γειτονια. Γενναιο ποδαρικό, καλωσηρθες στο καταγωγι μας! =)
ΑπάντησηΔιαγραφήΌιτ, να'στε καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο το τσαρδί σας!
(sou evala k tags:P)
ΑπάντησηΔιαγραφήγουέλκαμ του όλ οβ ας :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήγεια σου ηλία, χάρηκα κι ας μας γάμησες την ψυχολογία μεσημεριάτικα :-Ρ
Να'ς καλά, δυο ποτηράκια τσίπουρο και οι ψυχολογίες φτιάνουνε ξανά
ΑπάντησηΔιαγραφήΤουλάχιστον μάς τη γαμάει όπως πρέπει, ξέρεις, σε φάση ΠατησιαΚυψεληΛιοσσα, εκει που δεν εχει μετρο. Στο μετρό αναλαμβανουν αλλοι, γκουχ γκουχ;p
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλά το κείμενο απέφυγα να το σχολιάσω, δεν υπήρχε λόγος.. σούπερ..
ΑπάντησηΔιαγραφήγια το μετρό τώρα το είδα και έχω πατηθεί κάτω από τα πόδια μου στα γέλια (;;;)
Θα δειτε, εσεις. Αναμενετε Irrepressibles :)
ΑπάντησηΔιαγραφή