Κοριτσάκι, κοριτσάκι ίσαμε χρονών τεσσάρων, το δέρμα κάνει δίπλες σε γόνατα κι αγκώνες, ζάχαρη κοκκινομάγουλη, περπατάς και στα μάτια σου πετάνε πεταλούδες.
Πού πας εκεί, μην πας από 'κει, κοίτα φεύγουν όλα τα χρώματα, όχι όχι, τι είναι αυτή η αλυσίδα στο ποδαράκι σου και ποιος είναι αυτός που την κρατάει;
Γιατί είναι γκρίζος;
Γιατί δεν έχει πρόσωπο;
Θα σε σκοτώσει.
Θα σου ρουφήξει το μαύρο απ' τις μπουκλίτσες σου και το μέλι απ' τα μάτια και το ροδί απ' τα μάγουλα και το πράσινο από το ωραίο σου το φορεματάκι και το βιολετί από τη λάμψη σου.
Μην πας μην πας μην πας
Ποια είναι αυτή που έρχεται κρυμμένη, εγώ την βλέπω, να εκεί είναι, πίσω από το μεγάλο δέντρο, εκείνο το γυμνό το γέρικο που τα κλαδιά του κρέμονται σαν τα χέρια της πανούκλας, και τι θέλει εδώ αυτή μήπως για σένα ήρθε;
Παραμονεύει, κι ο Γκριζο-Απρόσωπος αποκοιμιέται και τότε σε πλησιάζει στο βραχάκι που κάθεσαι, ασπρόμαυρο είναι κι αυτό κι έχεις ήδη αρχίσει να ξεθωριάζεις, πονάς, αγάπη μου;
Δροσοσταλίδες στα μάγουλα τα δάκρυα.
Πόσο καιρό είσαι χαμένη εδώ κάτω;
Πώς έγινε κι έχασες το δρόμο σου;
Πότε κατάλαβες ότι δε θα είσαι ποτέ ξανά ελεύθερη;
Να 'τη μπροστά σου στέκεται και βγάζει τη μαύρη κουκούλα, θύσανοι ξανθά μαλλιά χτυπάνε τον αέρα, μάτια λάμπουν με κάτι από ήλιο μέσα κι εσύ τυφλώνεσαι για λίγο και φοβάσαι-
-η παλάμη της στο πρόσωπό σου, Μόρα τη λένε κι ήρθε να σε γλιτώσει απ' τον Νεραϊδοφάγο, να σε πάρει μακριά και να σε λούσει κάτω απ' το τόξο το ουράνιο κι εκεί που θα πάτε θα κοιμάσαι σε κρεβάτι από σύννεφο και θα χορεύεις με πυγολαμπίδες, θες;
Θες και οι δροσοσταλίδες είναι χαρούμενες τώρα, κι αυτή βγάζει το δρεπάνι το ασημένιο – ΚΛΑΝΓΚ! - κεραυνός στη μέση της νύχτας κι αρχίζει να βρέχει, η αλυσίδα έχει σπάσει πια, το χέρι σου στο χέρι της, σφιχτά κι ιδρωμένα, μη φοβάσαι, σου λέει, πάμε.
ΠΑΜΕ.
Περπατάτε και γελάτε και κοιτιέστε στα μάτια, ήλιος κι άστρα, φωτιά κι αγάπη κι η βροχή σταμάτησε και βγήκε το ουράνιο τόξο, γέλα, μωρό μου, γέλα και παίξε με τα χρώματα, όλα δικά σου είναι – πάντα δικά σου ήταν – κοίτα, πάλι σε σένα ήρθαν.
Ανεβαίνεις στο συννεφάκι σου το παχύ σαν πρόβατο, γυρνάς και
με κοιτάς - για μια στιγμή μόνο-
Και φεύγεις.
(Ξυπνά ζαλισμένη κι αποχαυνωμένη και το μόνο που θυμάται είναι εκείνη η σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά, οδυνηρή σαν κεραυνός και να βλέπει αστέρια από τον πόνο και αίμα, πολύ αίμα.
Τώρα δεν υπάρχει τίποτα απ' αυτά. Μόνο αυτό το γαμημένο το φως που την τυφλώνει.
Πού στο διάολο είναι;
Μια μορφή στα λευκά από πάνω της, θολή.
Η εικόνα ξεκαθαρίζει σιγά-σιγά. Άσπρη ρόμπα, φαλάκρα και γυαλιά.
Γιατρός.
“Λυπάμαι πολύ...” της λέει όσο πιο θλιμμένα μπορεί να του επιτρέψει η βάναυση ρουτίνα του. “Δεν μπορέσαμε να σώσουμε το παιδί.”
“Α.”
Αυτό σημαίνει ότι γλίτωσε την άμβλωση, που είχε κανονιστεί για το επόμενο πρωινό.
Κλείνει τα μάτια - χίλιες σκέψεις περνούν μπροστά της σαν ταινία.
Τα ξανανοίγει. Πανικός.
“Γιατρέ, τα βλέπω όλα ασπρόμαυρα.”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου