"If a picture is worth a thousand words, a song is worth a million."

(Anon.)

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Timeless

Ξαπλωμενη αργα, τα βραδια εχω τον Μορφεα διπλα μου. Με σκεπαζει στο μανδυα του και μουρμουριζει νανουρισματα στι γλωσσα των Θεων. Ειναι παλιος, χωρις χρονο, χωρις ουτε μια υποψια αγαπης.

Καμια φορα γυρναω, τον κοιταω, με αρπαζει σε ενα παθιασμενο φιλι και με αφηνει αναισθητη, νεκρωμενη για ωρες με τα ματια κλειστα, τα χειλη ανοιχτα το σωμα πληρως παραδομενο στα ματια του. Υστερα, παντα λιγο πριν ξυπνησω, σερνει τον δεικτη στο λακακι του λαιμου μου και κατω... πιο κατω. Μου φιλα τα ματια και εξαφανιζεται. Το πατωμα δεν τριζει, η πορτα δεν ανοιγει, λιγο παιζει η κουρτινα σαν απο ανασα. Ξυπνω σε ενα δωματιο αδειο με τη μυρωδια του ακομα διασπαρτη στο κρεββατι και την μερια του ζεστη.


Ποτε μου δεν αγαπησα το Μορφεα, απο μικρη, πολυ μικρη εδωσα την καρδια μου στον αδερφο του. Σκοτεινος, ψηλος με ωμους στενους και μαυρα ματια, μαυρα σαν τη νυχτα. Μπορει να φιλα τα χειλη μου ο υπνος τα βραδια, μπορει η καπα του να με σκεπαζει και το κορμι του να με κρατα ζεστη, κολλημενη στο στηθος του. Μα ειναι νυχτες που ο Μορφεας φτανει στο παραθυρο μου και δειλιαζει. Ειναι νυχτες που φευγει για να βρει αλλες γυναικες, πιο ομορφες απο μενα, πιο ποθητες απο μενα.


Ειναι νυχτες που ο Θανατος γλυστρα στις σκιες της καμαρας μου. Τον ενιωθα στην αρχη να με κοιταει απο την ακρη του κρεββατιου. Το χερι του αγγιζε λιγο την κουβερτα πανω απο το ποδι μου και μετανιωμενος το τραβουσε αποτομα μονο και μονο για να το αφησει ξανα στο ανευρο ακρο μου. Υστερα πλησιασε, καθισε διπλα στη γαμπα μου, γονατισε διπλα στο προσωπο μου κρυμμενος παντα στις σκιες, ισως ειναι η παρουσια του που τις καλει.


Ειναι νυχτες σαν αυτες που κειτομαι ξυπνια, σφιγμενη, αεικινητη. Ειναι νυχτες σαν αυτες που αναδευομαι συνεχως κατω απο τα σεντονια. Ειναι αλλες νυχτες, με το χερι του Μορφεα περασμενο χαλαρα γυρω απο τη μεση μου που ο Θανατος ανοιγει την πορτα και πατα ακριβως στο σανιδι που τριζει, ακλονητος στην εξουσια του.


Γνεφει αποτομα στον αδερφο του.

Αυτη ειναι δικη μου.” και βγαζοντας το σκιωδη μανδυα του ξαπλωνει διπλα μου, μεσα μου, πανω μου. Ειναι σαν να βυθιζομαι στην πιο βαθεια θαλασσα. Σιωπη, ησυχια και ασφαλεια, τοσο εντονες που δεν προσεχεις το νερο στα πνευμονια σου, δεν καταλαβαινεις τον πνιγμο σου. Ειρωνικο, ουτε το νερο καταλαβαινει οτι σε πνιγει.


Το δερμα του ειναι χλωμο και ζεστο, οι φλεβες του σκουρες γαλαζιες και χοντρες σαν κλωνοι φυτου. Σερνονται κατω απο την επιφανεια τελεια απλωμενες, βαθια μεσα στο στηθος του χτυπα σταθερα μια καρδια. Δεν αλλαζει ποτε ρυθμο οσο βιαια και να με αρπαζουν τα χερια του, οσο δυνατα και να με σφιγγει πανω του. Ενα αεναο ταπ... ταπ... ταπ... σαν κορακιου φτερουγα εισβαλλει στα αυτια μου. Τοσο εκκωφαντικα δυνατο που ακουω καμια απο τις φωνες μου, καμια απο τις λεξεις μου.


Μεχρι που ερχεται μια στιγμη που ειμαι... Ειμαι αυτος,με την προσωπικη μου υπαρξη αφομειωμενη. Εκεινος εξατμιζεται, βυθιζεται μεσα μου μεχρι που καθε κρυφη μου εγκοπη ειναι γεματη απο την ουσια του. Ειναι κατι τετοιες βραδιες που αναρωτιεμαι εαν οντως υπαρχω.Το καθε χαδι του με σκαβει βαθυτερα, φτιαχνει καινουγιες σπηλιες για τις σιωπες μου και αγριες θαλασσες για να ουρλιαζουν ελευθερα οι θλιψεις. Φυτευει δεντρα στον αυχενα μου να στηριζονται φιλιες, και στο κεντρο του στηθους μου πλαθει ενα ρηχο βαθουλωμα για να βρισκει καταφυγιο η αγαπη να φωλιαζει.


Μου ειχε πει πως τιποτα δεν ξερω, και τιποτα δεν αγαπω, γιατι σε τιποτα δεν δοθηκα και δεν ζω παραδομενη. Μου ειπε πως κρατησα τον εαυτο μου για μενα.

Και σαν Θεος ειχε δικιο. Και σαν θνητη παλι δειλιασα. Και δεν δοθηκα, και δεν παραδοθηκα, ωσπου ενα βραδυ, ανοιξε αθορυβος την πορτα μου και βαδισε στις μυτες των ποδιων του χωρις να τον ακουσω. Γονατισε διπλα μου με το κεφαλι του στο στηθος μου και την χαιτη της νυχτας του απλωμενη γυρω μου σαν σεντονι. Τραβηξε το μαχαιρι του, και ενω διπλα ο Μορφεας κοιμοταν ακομα το καρφωσε μεχρι τη λαβη στην καρδια του.


Ποτε δεν ακουσα καποιον να φωναζει τοσο. Το πηχτο κοκκινο ανεβλυζε ανεμποδιστο απο το στηθος του, εβαφε τα σεντονια και τα χερια του που ματαια προσπαθουσαν να σταματησουν την πορεια του. Ο Θανατος τον κοιτουσε ανεκφραστος. Τον αφησε να παλαιψει, μεχρι που οι κινησεις του αδερφου του εγιναν αδυναμες και σπασμωδικες, μεχρι που τα χειλη του, γεματα αφρο, ψιθυριζαν ικεσιες στη γλωσσα τους, τη γλωσσα των Θεων. Υστερα, απλωσε το χερι του και επιασε το μαχαιρι, διστασε για μια στιγμη και το τραβηξε αποτομα.


Ο Μορφεας ανοιξε τα ματια του διαπλατα και πηρε βαθεια ανασα, σαν αυτη του νεογεννητου, οι πνευμονες του γεμισαν θνητο αερα και απο το στομα του βγηκε μια κραυγη κατακοκκινη. Εβαψε ολους τους τοιχους, τα λερωμενα σκεπασματα. Στο στηθος του ειχε μεινει μια μαυρη πληγη, απο μεσα της εσταζαν αργα σκουρες μπλε σκιες. Απο τις ακρες των ματιων του κυλουσαν αστερια σα δακρυα και στα χερια του κρατουσε σφιχτα γαλαζια νεφελωματα να πνιγει την οδυνη του.


Ειμασταν και οι τρεις ακινητοι, κανεις δεν μιλουσε, ωσπου ο Μορφεας ανακαθισε και τιναξε το κεφαλι του σκορπωντας πλανητες. Τραβηξε απο πανω μου τον μανδυα του σχεδον θυμωμενος και τον τυλιξε στο σωμα του. Σηκωθηκε και χαθηκε στο σκοταδι με τις σκιες να σταζουν ακομα λερωνοντας το παναρχαιο υφασμα. Το πατωμα δεν ετριξε και η πορτα δεν ανοιξε, μοναχα η κουρτινα κινηθηκε λιγο, ελαφρα, σαν απο ανασα.


Μονο τοτε αφησε ο Θανατος το στιλετο να πεσει. Με σηκωσε αποτομα,σχεδον βιαια και γλυστρισε στο πατωμα μπροστα μου. Τα χερια του μπηγονταν στη σαρκα των ποδιων μου. Εκει, μαζεμενος στα ποδια μιας θνητης, με ολες τις σκιες για παρεα εκλαψε πικρα γατζωμενος στη μητρα μου. Το μετωπο του κολλημενο στο γοφο μου και οι κραυγες του να εξοστρακιζονται στους κοκκινους τοιχους ολομαυρες.


Ειναι παραξενο, εδειχνε τοσο μικρος, μεχρι που γονατισα και τον πηρα στην αγκαλια μου. Τοτε ξαναεγινε αμεσως Θεος, ταισμενος απο τη ζωη μου. Εκαιγε, οι φλεβες του φουσκωσαν,απο τον μανδυα του εβγαιναν αυλα χερια και τον χαιδευαν, εβγαιναν προσωπα και τον φιλουσαν. Με κοιτουσε και το προσωπο του γυαλιζε ολοζωντανο μεσα στο σκοταδι, καταλευκο και φωτεινο. Ενα χαμογελο τραβηξε τα χειλη του και το χερι του φωλιασε στο πισω μερος του λαιμου μου τραβωντας με προς το μερος του.


Με φιλησε πολυ ωρα, χωρις να παρει τιποτα, δεν με αφησε σκαμμενη οπως τις αλλες φορες, με φρεσκα δαση στον αυχενα και απυθμενες θαλασσες στο στηθος. Οχι, αυτη τη φορα γεμισε ολα τα βαραθρα που με τοσο κοπο ειχε ανοιξει. Οι σκιες του κυλουσαν μεσα μου, τις ενιωθα στη γλωσσα μου και πανω στα μαλλια μου. Τα χερια τους αρπαζαν σχεδον μητρικα το λαιμο μου. Επνιγαν την ανασα μου. Τραβουσαν.


Εκλεισα τα ματια μου σφιχτα, οι βλεφαριδες μπλεχτηκαν μεταξυ τους, και εκτοτε, δεν καταφερα ποτε να τα ανοιξω.

Τι τρομερο cliché... η αρχη μου.

4 σχόλια:

  1. Μου θύμισε το "Sandman" το κόμιξ στην αφήγηση και καραγούσταρα. Και ωραίο τελείωμα.
    Ωραίο κείμενο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστω παρα πολυ!!
    Ναι ειναι λιγο στα θεματα του Gaiman αλλα δεν γραφτηκε με τους Endless κατα νου. Και παλι, Ευχαριστω! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μωρηηηηηηηηηηηη παγάνα. Γραφεις πολυ πολυ ωραια. Μακαρι να μπορουσα κι εγω να γραψω ακομα ετσι:P

    και το Αντζελικα, ναι, ναι, ναι. Ναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ντεθιές :P

    Oσο για το παγανα, τοσο πολυ φαινεται πια;;
    Χεχε, ευχαριστω Δαναη, το εκτιμω ιδιαιτερα,

    ΑπάντησηΔιαγραφή