Θέλει προσπάθεια κάποιος να με σηκώσει από τις στάχτες μου, να με τινάξει, πάνω κάτω, βρίζοντας, να μου πετάξει το κατσούφισμα μακριά, να με κάνει άνθρωπο.
Εκείνη το μπορεί, και μάλιστα χωρίς πολλά-πολλά.
“¨Σήκω. Έλιωσες.”
Σηκώνομαι, με βοηθάει να ντυθώ, νερό στη μούρη, κουκλί είσαι, άντε, πάμε, θα είναι ωραία.
“Ε;”
Παιδάκι Α' Δημοτικού εγώ – με μαθησιακές δυσκολίες.
Δε μου λέει τίποτα, παρά μόνο ότι πάλι έβαψα ανόμοια τα μάτια μου, αλλά δε γαμιέται, ποιος θα μας δει στο μισοσκόταδο.
Και πάμε. Και είναι μισοσκόταδο. Και καπνός παντού. Ποτά παντού. Η μουσική δυνατά.
Τόσο δυνατά που μου αρέσει, γιατί δε χρειάζεται να σκέφτομαι.
Στο πρώτο ποτό λύνεται η γλώσσα, περνάω την τάξη. Μετά από δύο ακόμα νιώθω γαμάτη και βλαμμένη μαζί, σαν βικτωριανός ποιητής, το οποίο δε μου αρέσει σαν ιδέα, αλλά το αντισταθμίζω γιατί καπνίζω σαν μπλούζμαν. Και χορεύουμε σαν τρελές, αν λέει κανείς χορό το χοροπηδητό.
Σκάνε μύτη φάτσες, γνωστές φάτσες. Όλοι δικοί μου. Ο dj, γνωστός από παλιά, ξέρει ακριβώς πώς να μας κάνει να φρενιάσουμε.
“Άκου κι αυτό!” και φυσικά σφηνάκι.
Σκάει και ένα παιδί συγκεκριμένο, αγκαλιά από παλιά, φίλημα στο μέτωπο. Άσε ρε, κωλόγερε λέω εγώ, σκάσε, ακόμα δεκαοχτάχρονο μοιάζεις εσύ, λέει αυτός.
“Άκου κι αυτό!” και σφηνάκι.
Χοροπηδητό και πείραγμα.
Όλοι δικοί μου. Νιώθω ασφαλής.
Δε θα φύγω παρά μόνο όταν θα βλέπω δύο κολλητές, δύο ντιτζέι και δύο κωλόγερους (και καλά).
“Εεεεε... Αύριο.”
“Εδώ θα 'μαστε.”
Και θα είναι.
Η κολλητή ήδη έχει φύγει ή θα κάτσει κι άλλο, πάω σπίτι συνοδευόμενη από τον “κωλόγερο”.
Μου δίνει το εθιμικό, αλκοολούχο φιλί και φεύγει.
“Αύριο πάλι.”
Πέφτω για ύπνο χαρούμενη, κι όταν ξυπνάω καταλαβαίνω ότι δεν ήμουν εκεί, ούτε τα σφηνάκια, η μουσική, η κολλητή, το φιλί και το χοροπηδητό, είμαι εδώ, ακόμα, μέσα στις στάχτες μου, ακόμα στην ανησυχία.
Δεν πειράζει.
Γιατί κάποια στιγμή θα έρθει ένα αύριο που θα πω κι εγώ “αύριο πάλι”.
Εκείνη το μπορεί, και μάλιστα χωρίς πολλά-πολλά.
“¨Σήκω. Έλιωσες.”
Σηκώνομαι, με βοηθάει να ντυθώ, νερό στη μούρη, κουκλί είσαι, άντε, πάμε, θα είναι ωραία.
“Ε;”
Παιδάκι Α' Δημοτικού εγώ – με μαθησιακές δυσκολίες.
Δε μου λέει τίποτα, παρά μόνο ότι πάλι έβαψα ανόμοια τα μάτια μου, αλλά δε γαμιέται, ποιος θα μας δει στο μισοσκόταδο.
Και πάμε. Και είναι μισοσκόταδο. Και καπνός παντού. Ποτά παντού. Η μουσική δυνατά.
Τόσο δυνατά που μου αρέσει, γιατί δε χρειάζεται να σκέφτομαι.
Στο πρώτο ποτό λύνεται η γλώσσα, περνάω την τάξη. Μετά από δύο ακόμα νιώθω γαμάτη και βλαμμένη μαζί, σαν βικτωριανός ποιητής, το οποίο δε μου αρέσει σαν ιδέα, αλλά το αντισταθμίζω γιατί καπνίζω σαν μπλούζμαν. Και χορεύουμε σαν τρελές, αν λέει κανείς χορό το χοροπηδητό.
Σκάνε μύτη φάτσες, γνωστές φάτσες. Όλοι δικοί μου. Ο dj, γνωστός από παλιά, ξέρει ακριβώς πώς να μας κάνει να φρενιάσουμε.
“Άκου κι αυτό!” και φυσικά σφηνάκι.
Σκάει και ένα παιδί συγκεκριμένο, αγκαλιά από παλιά, φίλημα στο μέτωπο. Άσε ρε, κωλόγερε λέω εγώ, σκάσε, ακόμα δεκαοχτάχρονο μοιάζεις εσύ, λέει αυτός.
“Άκου κι αυτό!” και σφηνάκι.
Χοροπηδητό και πείραγμα.
Όλοι δικοί μου. Νιώθω ασφαλής.
Δε θα φύγω παρά μόνο όταν θα βλέπω δύο κολλητές, δύο ντιτζέι και δύο κωλόγερους (και καλά).
“Εεεεε... Αύριο.”
“Εδώ θα 'μαστε.”
Και θα είναι.
Η κολλητή ήδη έχει φύγει ή θα κάτσει κι άλλο, πάω σπίτι συνοδευόμενη από τον “κωλόγερο”.
Μου δίνει το εθιμικό, αλκοολούχο φιλί και φεύγει.
“Αύριο πάλι.”
Πέφτω για ύπνο χαρούμενη, κι όταν ξυπνάω καταλαβαίνω ότι δεν ήμουν εκεί, ούτε τα σφηνάκια, η μουσική, η κολλητή, το φιλί και το χοροπηδητό, είμαι εδώ, ακόμα, μέσα στις στάχτες μου, ακόμα στην ανησυχία.
Δεν πειράζει.
Γιατί κάποια στιγμή θα έρθει ένα αύριο που θα πω κι εγώ “αύριο πάλι”.
Άντε μωρέ με τρέλα στα μισασκόταδα
ΑπάντησηΔιαγραφή-Ηλίας
Μισοσκόταδο, καλέ μου. Τα άκρα είναι για τον πούτσο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒαλε τελεια και παρε ανασα.
ΑπάντησηΔιαγραφή