«Εσένα καλώ, σκιά που στοιχειώνεις το μυαλό μου. Με τα παιδικά σου βήματα, και τις ξύλινες κινήσεις, έλα κοντά μου, να σε πλανέψω με λέξεις πρωτάκουστες, να σε μαγέψω και πάλι.»
«Όχι.» είπε η μάγισσα κουνώντας το κεφάλι της εκνευρισμένη. Η μαγεία της είχε από καιρό πάψει να δουλεύει. Ο βάτραχος της την κοίταξε λοξά.
«Έτσι όπως πας, θα μας τινάξεις στον αέρα παλιόγρια!!» της γκρίνιαξε, όχι άδικα.
«Σιγά μην έρθουν δαίμονες για χάρη σου. Τα κόκαλα σου τρίζουν και το μυαλό σου το έχει σχεδόν κουρκουτιάσει η σκόνη. Παλαβή παλιόγρια!»
«Σκάσε ελεεινή δικαιολογία δαιμονικού.» Φώναξε η γριά-μάγισσα με τα τρελαμένα, παράταιρα μάτια της. Το κεφάλι της κουνιόταν σπασμωδικά πάνω στους ώμους της σαν να ανέμενε επίθεση ανά πάσα στιγμή.
«Τι ξέρεις εσύ από μάγια, ελεεινέ, τρισάθλιε φρύνε!» έσφιξε τα χείλια της και τα θολά της μάτια ανέκτησαν κάποια από την αλλοτινή τους λάμψη. Μεγάλα, μαύρα, σκοτεινά και πάναστρα. Υπήρξε όμορφη κάποτε, ποτέ αληθινά ισχυρή, αληθινά ταλαντούχα. Δεν το’χε μέσα της, όπως έλεγαν.
«Τι ξέρεις εσύ από μάγια;» σιγομουρμούρισε.
Η φωνή της έσβησε, σαν από κούραση, σαν από πικρία. Κούνησε τα ροζιασμένα χέρια της σαν να έδιωχνε κάτι που μόνο εκείνη έβλεπε. Συνοφρυώθηκε έντονα, ένας ιστός από σκιές φύτρωσε γύρω από τα μάτια της. Φύσηξε τη φωτιά στο τζάκι και ανακάτεψε το περιεχόμενο του τσουκαλιού με μια κουτάλα παλιά και χτυπημένη.
Γέλασε, βαθιά στο λαιμό της, έμοιαζαν, η κουτάλα και εκείνη. Ρούφηξε λίγο σούπα και αναστέναξε. Γέμισε ένα πιάτο και το απίθωσε μπροστά στο μικρό κορίτσι που την κοίταζε με ολοστρόγγυλα μάτια.
«Φάε» της είπε και άναψε την μικρή πίπα της. «Φάε και θα σου πω μια ιστορία που δεν την έχεις ξανακούσει. Μια ιστορία που δεν θα ακούσεις ποτέ ξανά.»
Και έτσι, το μικρό κορίτσι με τα στρογγυλά μάτια, που οι αγέρηδες φωνάζουν Ανάπαλι και οι γριές-μάγισσες Κλειώ, άρχισε να τρώει γρήγορα τη σούπα της.
Ο φρύνος που ήξερε, κόαξε δυνατά από το καλάθι του. Η μάγισσα τον κοίταξε καλά-καλά. Τον σημάδεψε με το στραβό δείκτη της και μουρμούρισε λίγες λέξεις. Όπως ήταν φυσικό, τίποτα δεν συνέβη. Ο φρύνος κόαξε και πάλι, αλλά κανείς δεν κατάλαβε τι έλεγε και ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να μεταφράσει.
Το κορίτσι περίμενε ήσυχα τη μάγισσα να αρχίσει το παραμύθι. Εκείνη κοιτούσε συλλογισμένη τη φωτιά. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό από τα ρουθούνια της. Το κορίτσι γέλασε, το ίδιο και η μάγισσα, ως και ο γκρινιάρης φρύνος χαχάνισε σιγανά, να μην τον πάρουν είδηση.
«Ορκίσου πως δεν θα την πεις σε κανένα.»
«Ορκίζομαι.» είπε το κορίτσι με τα στρογγυλά μάτια που οι αγέρηδες φωνάζουν Ανάπαλι και οι γριές-μάγισσες Κλειώ.
«Άμα με κοροϊδέψεις μικρή, θα το μάθω» τη φοβέρηξε η Ανατολή.
«Ορκίζομαι! Ορκίζομαι!!» ξεφώνισε η Ανάπαλι.
Η μάγισσα χαμογέλασε και χάιδεψε σκεφτική το σαγόνι της.
«Ας αρχίσουμε λοιπόν…»
Το κορίτσι έπιασε τις άκρες του τραπεζιού και κράτησε την ανάσα της.
«Το βλέπεις αυτό εδώ το σημάδι;» ρώτησε η Ανατολή δείχνοντας ένα παλιό κόψιμο στην αριστερή παλάμη της. Η Κλειώ έγνεψε.
«Όταν ήμουν νέα, πέντε-έξι χρόνια μεγαλύτερη από σένα, είχα πάει…»
«Στο μεγάλο κόκκινο δάσος;!!!» πετάχτηκε η Ανάπαλι.
«Μην διακόπτεις μικρή.» γκρίνιαξε η μάγισσα.
«Συγγνώμη κυρά.» ψέλλισε κοιτώντας τα ψίχουλα στο πάτωμα το κορίτσι.
«Είχα πάει.» συνέχισε λοξοκοιτώντας την. « στο εργαστήριο του παππού μου. Έκοψα το χέρι μου σε μια λεπίδα που είχε για το ξύλο. Με περιποιήθηκε και μετά, με κάθισε σε ένα σκαμνί στη σοφίτα και μου είπε αυτήν εδώ την ιστορία. Όταν και εσύ θα γίνεις 96 χρονών, όπως εγώ και όπως ο παππούς μου, με τα ίδια λόγια θα την μεταδώσεις σε όποιο κρίνεις άξιο.»
«Άξιο σε τι;» ρώτησε δειλά η Κλειώ.
«Θα καταλάβεις σε λίγο.»
H γριά μάγισσα έσκυψε το κεφάλι της σαν να την πίεζε η ίδια η μοίρα.
“Άκου με Κλειώ,” είπε σιγανά “και άκου με προσεκτικά.”
Η Ανάπαλι ξεροκατάπιε. Γιατί καθυστερούσε τόσο η μάγισσα;
Τα λεπτά κυλούσαν αργά και η σιωπή ανάμεσα τους βάρυνε, κάθισε σαν σκόνη πάνω στα έπιπλα και μούσκεψε τα ροζιασμένα χέρια της Ανατολής.
Μετά από κάμποση ώρα, η γριά-μάγισσα άνοιξε τα ρόδινα μάτια της. Το αλλοτινό τους μαύρο είχε χαθεί και ένας πυρωμένος ήλιος τα φώτισε μα τις ζεστές του ακτίνες.
Η Ανατολή κοίταξε την Κλειώ. Η Κλειώ ανταπέδωσε με μάτια στρογγυλά από την απορία. Η Ανατολή άναψε ξανά τη σβησμένη πίπα της και φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού.
“Δεν ξέρω πώς να αρχίσω” κάγχασε.
“Όπως όλα τα παραμύθια, έλα Ανατολή σε παρακαλώ!!!” είπε η Ανάπαλι με την ψιλή φωνούλα της.
Η μάγισσα χαμογέλασε. Ένα πλήθος ρυτίδες βάθυναν γύρω από τα μάτια της.
“Πολύ καλά λοιπόν, μικρή μου.”
'Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος, όχι πολύ μικρό, αλλά ούτε πολύ μεγάλο, μεγάλωνε ένα κόκκινο λουλούδι με βαριά, βελούδινα πέταλα.'
Η Ανατολή μειδίασε γλυκά σαν να έφερνε στο νου μια ανάμνηση.
'Κάθε μέρα ένα ξωτικό ξάπλωνε δίπλα του, το χάιδευε απαλά και περίμενε να ανθίσει. Το λουλούδι ψήλωνε, έβγαζε καινούργια φύλλα, άπλωνε τα βαριά, βελούδινα πέταλά του. Το ξωτικό του είχε πει, πως στην καρδιά του καλοκαιριού τα λουλούδια που τα αγάπησαν πολύ γίνονταν αιώνια δέντρα.
“Θα κάνουμε γιορτές στη σκιά σου, θα χορεύουμε αέναους κύκλους γύρω από τον κορμό σου.” έλεγε το ξωτικό.
Το λουλούδι το πίστεψε. Άκουγε τη φωνή του να ξυπνά μια δύναμη μέσα του, αρχαία σαν τον ήλιο, ίσως και πιο ισχυρή.
Η καρδιά του καλοκαιριού πλησίαζε αργά σαν τεμπέλικο άλογο. Το λουλούδι τώρα είχε ψηλώσει πολύ. Υψώνονταν σαν πύργος πάνω από το ξωτικό, πουλιά φώλιαζαν στα κλαδιά του το βράδυ. Τα άκουγε να μουρμουρίζουν, άλλοτε ανήσυχα, άλλοτε φλύαρα. Μιμήθηκε το τραγούδι τους με μια φωνή βαθιά, γεμάτη ξύλινους τριγμούς και χυμώδεις ψιθύρους.
Το ερωτεύτηκε ο αδάμαστος άνεμος. Άγγιζε απαλά τα κλαδιά του και έπαιζε με τα φύλλα του ράθυμα.
“Πόσο μεγάλωσες...” ψιθύρισε μια μέρα το ξωτικό.
Το λουλούδι του χάιδεψε το πρόσωπο με ένα ανθισμένο κλαδί. Το ξωτικό έκοψε προσεκτικά ένα κόκκινο μπουμπούκι και το μύρισε.
“Δέχομαι το δώρο σου” απάντησε με την αλλόκοτη προφορά του και χαμογέλασε πλατιά στα μπουμπούκια που άνθισαν στο άγγιγμα του.
“Σήμερα,” είπε. “Θα κάνουμε μια γιορτή στη σκιά σου. Θα χορέψουμε σε αέναους κύκλους γύρω από τον κορμό σου.”
Το ξωτικό χαμογέλασε και πάλι. Κάθισε στις στέρεες ρίζες του λουλουδιού και έπαιξε μια χαρούμενη μελωδία με τη φλογέρα του. Σε λίγο τον πλησίασε μια κοπέλα της φυλής του. Κάθισε και αυτή και άρχισε να παίζει την άρπα της. Πόσο χαρούμενο ήταν το λουλούδι! Ένιωθε μέσα του την δρυάδα να γεννιέται, σε λίγο θα γίνονταν ένα.
Ήρθαν πολλά ξωτικά κοντά του εκείνη τη νύχτα. Τα τραγούδια τους παγιδεύτηκαν ψηλά στα κλαδιά του, τα γέλια τους, βαθιά στην καρδιά του.
Και τότε, στο αποκορύφωμα της νύχτας, η δρυάδα που έκρυβε στον κορμό του κινήθηκε. Άνοιξε τα πράσινα της μάτια και γέλασε μαζί με τα ξωτικά. Έσπρωξε με το χέρι της τον σκληρό κορμό και για πρώτη φορά άγγιξε την νύχτα έξω. Ένα όμορφο πρόσωπο και ένα τέλειο στέρνο ακολούθησαν. Η δρυάδα κοίταξε γύρω της και άρχισε να τραγουδάει. Η φωνή της παγιδεύτηκε σε ξωτικένιες καρδιές, μα δρυάδα τραγουδούσε μόνο για εκείνον.
Την πλησίασε, είχε κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Της χαμογέλασε. Εκείνη τον χάιδεψε στο μάγουλο και πρόφερε μία μόνο λέξη.
“Ευχαριστώ.” '
Η μάγισσα έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα, Σήκωσε δειλά-δειλά τα ρόδινα μάτια της στην Κλειώ. Σκοτείνιασαν λίγο, σύντομα θα γίνονταν πάλι μαύρα.
“Ωραία ιστορία” ψιθύρισε η Κλειώ με σύννεφα και δέντρα στο βλέμμα.
“Έχω μια πολύ σημαντική ερώτηση για σένα Κλειώ” είπε γλυκά η γριά-μάγισσα.
“Αυτή η ιστορία ήταν για το λουλούδι, ή για το ξωτικό;”
Το κορίτσι με τα στρογγυλά μάτια που οι αγέρηδες φωνάζουν Ανάπαλι και οι γριές-μάγισσες Κλειώ, σκέφτηκε λίγο την απάντησή της.
“Η ιστορία,” είπε, “είναι για την Δρυάδα”
Η μάγισσα χαμογέλασε, και ο φρύνος κόαξε.
Mαρή, το τραγουδι πού είναι; Θελουμε και σαουντρακ να παιζει =)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσε πουκι εμπλεξα ειναι η πρωτη φορα που χειριζομαι ιστολογιο και εχω πελαγωσει. Μου ξεσκισε τη μορφη απο ενα σημειο και μετα. Αναθεμα το ιντερνετ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικα για το συνδεσμο ουτε λογος...
δωσε το βιντεο να στο βαλω εγω =)
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=4QpRCK1IbiE&feature=related
ΑπάντησηΔιαγραφήακομα προσπαθω να το διορθωσω... wish me luck!
Στο εβγαλα εγω, θα πηγαινεις γενικα στη συνθεση HTML και θα βαζεις το embedded/ενσωματωμένο (ελληνιστι) κωδικα του βιντεο, στην αρχη. Δεν ειναι τπτ πολυ δυσκολο =)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμ δε...
ΑπάντησηΔιαγραφήAsto to ekana egw =)
ΑπάντησηΔιαγραφήΛοιπόν, με το play πατημένο και την ιστορία τελειωμένη, αγαπητή μου, έχω να πω ένα πράγμα μοναχά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω στο βλέμμα σύννεφα και δέντρα...
Καλωσήρθες! =)